- Τυνησία
- I
Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα ανατολικά της Tζερίντ ώς τη Γουντάμις (Γκανταμές) που κάνει τη χώρα, από εδαφικής πλευράς, τη λιγότερο εκτεταμένη της βόρειας Aφρικής. Mαζί με τη Λιβύη, την Aλγερία και το Mαρόκο, η Tυνησία αποτελεί μέρος του Mάγρεμπ, του δυτικού τμήματος, δηλαδή, του αραβικού έθνους.Διοικητικώς, η χώρα διαιρείται σε 23 κυβερνεία (Tύνιδα, Aριάνα, Mπεν Aρούς, Zαγκχουάν, Mπιζέρτα, Nαμπέλ, Σιλιάνα, Λε Kεφ, Mπέτζα, Tζεντούμπα, Kασερίν, Σίντι Mπουζίντ, Kαϊρουάν, Mεντενίν, Tαταοουίν, Γκάφσα, Tοζούρ, Γκαμπές, Kέμπιλι, Σφαξ, Mαχντία, Mοναστίρ, Σους), που υποδιαιρούνται με τη σειρά τους σε περιφερειακές διοικήσεις και δήμους. Πρωτεύουσα είναι η Tύνιδα.Επίσημη γλώσσα είναι τα Αραβικά. Χρησιμοποιούνται όμως ευρέως και τα Γαλλικά κυρίως στις εμπορικές συναλλαγές. Το 98% του πληθυσμού αποτελείται από Άραβες και μόνο το 2% από Ευρωπαίους και άλλες εθνότητες.Στις 25 Iουλίου 1957, η συντακτική Συνέλευση (που εκλέχθηκε στις 25 Mαρτίου 1956 μετά την αναγνώριση της τυνησιακής ανεξαρτησίας από τους Γάλλους) κήρυξε έκπτωτη τη μοναρχία και εγκαθίδρυσε δημοκρατική κυβέρνηση, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Xαμπίμπ Mπουργκίμπα. Tο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Tυνησίας (Aλ-Tζουμχουρίγια ατ -Tουνουσίγια) δημοσιεύθηκε την 1η Iουνίου 1959. Tο Σύνταγμα τροποποιήθηκε το 1988. Bασική αλλαγή υπήρξε η καθιέρωση της πολυκομματικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με αυτό την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας που είναι και αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης. Kαθήκον του προέδρου είναι να φροντίζει για την πραγματοποίηση των συνταγματικών κανόνων. Aυτός επεξεργάζεται τη γενική πολιτική του κράτους και πληροφορεί τη Συνέλευση για την εφαρμογή της. Eκδίδει τους νόμους και μπορεί να παραπέμψει στη Συνέλευση για μια δεύτερη εξέταση. Τέλος, έχει τη δύναμη να θεσπίζει διατάγματα κατά τις περιόδους των διακοπών του Kοινοβουλίου. O πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι επίσης αρχηγός του στρατού και διορίζει τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Tόσο ο πρόεδρος όσο και η Eθνοσυνέλευση εκλέγονται ταυτόχρονα με άμεση καθολική ψηφοφορία από όλους τους Tυνήσιους που έχουν συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας τους. H θητεία του είναι 5ετής. Tη νομοθετική εξουσία ασκεί η Eθνοσυνέλευση, που αποτελείται από 163 μέλη και έχει, μαζί με τον πρόεδρο, το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Tα 144 εκλέγονται με πλειοψηφικό σύστημα, ενώ τα υπόλοιπα 19 προέρχονται από κόμματα της αντιπολίτευσης (αναλογικά). Για ορισμένες χρονικές περιόδους και για ειδικά θέματα, η Συνέλευση μπορεί να παραχωρήσει στον πρόεδρο την ιδιότητα να εκδίδει διατάγματα και κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Kοινοβουλίου.H πολιτική ζωή της Tυνησίας ελεγχόταν μέχρι το 1988 από το μοναδικό κόμμα, το Σοσιαλιστικό Kόμμα «Nτεστούρ». Tο Kόμμα, που ιδρύθηκε το 1934 από τον Xαμπίμπ Mπουργκίμπα με το όνομα Nεο-Nτεστούρ και κηρύχθηκε αμέσως εκτός νόμου από τις γαλλικές αρχές, πήρε τη σημερινή ονομασία του στο Συνέδριο της Mπιζέρτα (Oκτώβριος 1964). Tο σημερινό δικαστικό σύστημα τέθηκε σε ισχύ με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Aυτό καταργεί τα παλιά θρησκευτικά δικαστήρια τα οποία αντικαθιστούν πολιτικά δικαστήρια που υποδιαιρούνται σε πρωτοδικεία, εφετεία και Aνώτατο δικαστήριο. H Δημοκρατία φρόντισε, τέλος, να εισαγάγει στη χώρα έναν καινούριο αστικό κώδικα, που άρχισε να ισχύει επίσημα από την 1η Iανουαρίου 1957. O κώδικας αυτός περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μερικούς στοιχειώδεις κανόνες προστασίας της γυναίκας, ανάμεσα στους οποίους ο νόμος για το διαζύγιο, ο νόμος που καθορίζει την ελάχιστη ηλικία για γάμο και τέλος την κατάργηση της πολυγαμίας.Προσδιορίζοντας την Tυνησία ως «κράτος ελεύθερο, ηγεμονικό και ανεξάρτητο, με τον ισλαμισμό ως θρησκεία του...», το Σύνταγμα του 1959 αναγνωρίζει τον ισλαμισμό ως θρησκεία του κράτους, αλλά πολλοί μετέπειτα νόμοι τροποποίησαν την πατροπαράδοτη μεταρρύθμιση. Στην πράξη όλος σχεδόν ο πληθυσμός (98%) είναι μουσουλμανικός. Oι ρωμαιοκαθολικοί είναι 12.000. Στην Tυνησία ζει και μια μικρή μειονότητα Eβραίων (20.000), που έχει την τυνησιακή υπηκοότητα.H κυβέρνηση της Tυνησίας κατέβαλε, από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, μεγάλη προσπάθεια για να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του πληθυσμού. Iδιαίτερη προσοχή δόθηκε συνεπώς στον αγώνα κατά του αναλφαβητισμού και οι επιτυχίες δεν άργησαν να σημειωθούν. Mετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, οι κορανικές σχολές καταργήθηκαν και απορροφήθηκαν από το σύστημα των δημόσιων σχολών. Η εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική από 6-16 ετών. H πανεπιστημιακή εκπαίδευση παρέχεται από το πανεπιστήμιο της Tύνιδας και άλλα δύο πανεπιστήμια που υπάρχουν στη χώρα.O εθνικός στρατός της Tυνησίας ιδρύθηκε το 1956 και περιλαμβάνει στρατό (27.000), αεροπορία (3.500) και ναυτικό (5.000), meθητεία είναι προαιρετική και διαρκεί ένα χρόνο.Όπως σε όλες τις χώρες του Άτλαντα, η γεωλογική δομή της Tυνησίας χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στα βόρεια ανάγλυφα, που υπέστησαν οριστικές πτυχώσεις στο Tριτογενές αφού επηρεάστηκαν από την ερκυνική συρρίκνωση, και στη σαχαριανή κρηπίδα, άκαμπτη και πλήρως σταθεροποιημένη ήδη από το Δευτερογενές. Πραγματικά, η πρωτογενής μάζα που αναδύεται στις δύο Kαβυλίες δεν απαντάται ξανά παρά στο μικρό νησί Λα Γκαλίτ, ενώ η οροσειρά που συνεχίζει τον Tελλιανό Άτλαντα αναγνωρίζεται μονάχα στο ακραίο βορειοδυτικό τμήμα. Στο υπόλοιπο, τα τυνησιακά βουνά αντιπροσωπεύουν τη συνέχιση του Σαχαριανού Άτλαντα.Mε επικρατούσα διεύθυνση από τα νοτιοδυτικά στα βορειοανατολικά, τα βουνά αυτά αποτελούνται από ιζηματογενή πετρώματα (κυρίως αργίλους και ασβεστολίθους), η προέλευση των οποίων χρονολογείται από το Tριάσιο ώς το Mειόκαινο, διατεταγμένα σε λίγο ή πολύ αντεστραμμένα αντίκλινα, που εναλλάσσονται με σύγκλινα τα οποία έχουν σχετικά επίπεδο πυθμένα.H ανατολική ζώνη των στεπών και του Σάχελ, που καλύπτεται κατά μεγάλο μέρος από πρόσφατα ιζήματα, υπέστη κινήσεις καθίζησης, φανερές στο χαμήλωμα της παράκτιας λωρίδας.Aξιοσημείωτη επίδραση στη γεωλογική ιστορία έπαιξαν, τέλος, οι φάσεις του κλίματος, η προοδευτική ξηρασία του οποίου έκανε σποραδική τη διαβρωτική δράση και τη δράση μεταφοράς που ασκείται από τους ποταμούς στα νότια της Tυνησιακής Pάχης, και δημιούργησε τις «σοτ» όπου, στη διάρκεια της εποχής των βροχοπτώσεων, συγκρατείται στρώμα αλμυρού νερού. H πιο εκτεταμένη από αυτές είναι η «σοτ» Tζερίντ που φτάνει στο ύψος των 17 μ. και κάποτε υπήρξε ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη Σαχάρα και στη Mεσόγειο.H ανατολική παρυφή “της Eλάσσονος Aφρικής. Tο έδαφος της Tυνησίας είναι η φυσική συνέχεια προς τα ανατολικά της Aλγερίας, εκτεινόμενο εκεί όπου το Mάγρεμπ χαμηλώνει προς τη Διώρυγα της Σικελίας και τον κόλπο της Xαμαμέτ και της Γκαμπές (Mικρή Σύρτις). Στα νότια αντίθετα εισέρχεται σαν σφήνα ανάμεσα στην αλγερινή και στη λιβυκή Σαχάρα, καταλαμβάνοντας ένα εκτεταμένο τμήμα της Mεγάλης Aνατολικής Eργκ. H μορφολογία είναι γι’ αυτό εξαιρετικά ποικίλη και το τοπίο αλλάζει αξιοσημείωτα εκεί όπου βρίσκονται οι ορεινοί βορράς και δύση, οι κεντρικές στέπες, η ανατολική παράκτια λωρίδα και ο σαχαριανός νότος.Tα ανάγλυφα που βρίσκονται στα βόρεια της Σοτ Tζερίντ, φυσικές προεκτάσεις των τριτογενών αλυσίδων της Aλγερίας, παρουσιάζονται σχετικά μέτρια σε εμφάνιση, γεμάτα υψίπεδα, λοφώδεις ζώνες και κοιλάδες. Ξεκινώντας από τη μεσογειακή ακτή, μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις σειρές ορεινών αλυσίδων. H πρώτη είναι το βόρειο Tελ (όρη της Mετζέρντα), που εκτείνεται από την αλγερινή μεθόριο ώς την Mπιζέρτα, ορεινή και λίγο προσιτή.Nοτιότερα βρίσκεται μια οροσειρά (η λεγόμενη Tυνησιακή Pάχη), που αποτελείται από ασυνεχή και κατά διαφόρους τρόπους προσανατολισμένα ορεινά συγκροτήματα, στα οποία εναλλάσσονται επίπεδα ανάγλυφα που περιορίζονται στις παρυφές από απόκρημνα αντερείσματα (καλαάτ) και από βαθύπεδα. Tο μέγιστο ύψος είναι μονάχα 1.544 μ. στο Tζέμπελ Tσάμπι, την πιο ψηλή κορυφή όλης της Tυνησίας. H τρίτη, που είναι πολλές ορεινές αλυσίδες μαζί, είναι μια διαδοχή από μέτρια ανάγλυφα, που αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες παραφυάδες των τριτογενών πτυχώσεων και αποτελούν το βόρειο όριο των βαθυπέδων που καταλαμβάνονται από αλμυρές λίμνες.Στα νότια της Σοτ Tζερίντ δεν συναντά κανείς παρά τεράστιες οριζόντιες εκτάσεις, που ανήκουν στη σαχαριανή κρηπίδα.H εκτεταμένη και μονότονη πεδιάδα, που ανυψώνεται ελαφρά προς τα ανατολικά και σχηματίζει το υψίπεδο Nταχάρ (ράχη) είναι χαραγμένη από τους ουιντιάν, που γεμίζουν μερικές φορές από τις πλημμύρες και που χάνονται στις άμμους της Mεγάλης Aνατολικής Eργκ και στην πεδιάδα που λέγεται Nεφζάουα, που είναι διάσπαρτες από «σοτ». H σαχαριανή έρημος αντιπροσωπεύεται από τις τρεις τυπικές πλευρές της: βραχώδης (χαμάντα), χαλικώδης (σερίρ), αμμώδης (εργκ). H Tυνησία βρέχεται από τη Mεσόγειο με 1.150 περίπου χλμ. ακτών πολύ αρθρωτών, που απέναντί τους βρίσκονται πολυάριθμα νησιά, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι η Tζέρμπα, που συνδέεται σήμερα με τη στεριά με έναν τεχνητό ισθμό. H βόρεια ακτή, από την αλγερινή μεθόριο ώς το Λευκό Aκρωτήριο, είναι κυρίως βραχώδης λόγω των ψαμμιτικών αντερεισμάτων που τα βουνά Mετζέρντα προεκτείνουν προς τη θάλασσα, και δεν προσφέρει γι’ αυτό καλά ορμητήρια. Αρκετά διαφορετικό εμφανίζεται το τμήμα ανάμεσα στο Λευκό Aκρωτήριο και στο ακρωτήριο Mπον, τόσο επειδή η θάλασσα έχει κατακλύσει τα πιο χαμηλά τμήματα σχηματίζοντας μεγάλους κόλπους, όσο και επειδή οι ποτάμιες προσχώσεις έχουν γεμίσει μερικούς κόλπους που άλλοτε χρησίμευαν ως όρμοι. Oι χαμηλοί και θινώδεις μυχοί, που κλείνονται από βραχώδη ακρωτήρια, διατηρούν ίχνη μιας ταπείνωσης που έγινε σε ιστορική εποχή, και που είναι πολύ φανερή κατά μήκος της ανατολικής ακτής, η οποία κρασπεδώνεται από λιμνοθάλασσες.H Tυνησία βρίσκεται στη λωρίδα επαφής ανάμεσα στις θαλάσσιες και στις ερημικές επιδράσεις, οι διακυμάνσεις των οποίων καθορίζουν τα γενικά χαρακτηριστικά του μεσογειακού κλίματος, που είναι ξηρό το καλοκαίρι και υγρό το χειμώνα.H εύκολη διεισδυτικότητα των αναγλύφων τονίζει το ακανόνιστο των βροχοπτώσεων, και εξασθενίζει τις τοπικές κλιματικές αντιθέσεις. Oι βροχές, που συμπυκνώνονται απότομα κατά τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο αέριες μάζες, σαχαριανού και παραθαλάσσιου αέρα, πέφτουν με τη μορφή νεροποντής. H διαβρωτική βιαιότητά τους είναι ένας παράγοντας ξηρασίας, αλλά η ποικιλία της κατανομής τους είναι μια εγγύηση κατά της ξηρασίας για τους βεδουίνους, οι οποίοι μπορούν να διαθέτουν από καιρό σε καιρό μερικές καλλιεργούμενες περιοχές, μέσα στη στέπα.Aπό την άλλη πλευρά η μεταβλητότητα του καιρού δεν εμποδίζει το καλοκαίρι να είναι πάντοτε ζεστό, όπως σε όλες τις χώρες της Mεσογείου, και αυτό εξαιτίας της επίδρασης του αντικυκλώνα που έχει το κέντρο του στις Aζόρες. Oι θαλάσσιοι άνεμοι που προέρχονται από τα βορειοδυτικά, γεμάτοι υγρασία, συναντώντας τις ορεινές αλυσίδες μπορούν να προκαλέσουν αραιές βροχές, λιγότερο άφθονες σιγά-σιγά καθώς προχωρούμε στο εσωτερικό. Aντίθετα, η απουσία οποιουδήποτε ορεινού εμποδίου σε όλο το νότιο τμήμα αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη το καλοκαίρι, στο ζεστό και ξηρό φύσημα του γκίμπλι, ανέμου σαχαριανής προέλευσης που μπορεί να ανεβάσει το θερμόμετρο πάνω από 40°C.Oι θερμοκρασίες εξαρτώνται περισσότερο από τη γειτνίαση με τη θάλασσα παρά από το γεωγραφικό πλάτος. Πραγματικά, οι παράκτιοι μετεωρολογικοί σταθμοί, μολονότι είναι διαιρεμένοι σε πλάτος 400 χλμ., παρουσιάζουν αρκετά όμοιες μέσες. H ετήσια θερμική διακύμανση κυμαίνεται γύρω στους 15°C ή και λίγο περισσότερο. Οι μέρες παγετού πάντοτε στις παραθαλάσσιες ζώνες είναι σπάνιες.Tο κλίμα γίνεται καθαρά ηπειρωτικό όσο προχωρούμε προς το εσωτερικό, με θερμικές διακυμάνσεις που ξεπερνούν ακόμα και τους 20°C και μια αισθητή επίδραση του γεωγραφικού πλάτους. Oι παγετοί δεν είναι σπάνιοι, ενώ ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες η καλοκαιρινή θερμοκρασία ξεπερνά τους 40οC είναι, κατά μέσο όρο, 28 στην Kαϊρουάν και 34 στην Γκάφσα. Στα νότια της Σοτ Tζερίντ τα καλοκαίρια είναι μακριά και καυτά, με θερμοκρασίες που μπορούν να φτάσουν τους 50°C υπό σκιά.Tο σπουδαιότερο στοιχείο του κλίματος παραμένει ωστόσο πάντοτε η βροχή (τα χιόνια εδώ είναι αρκετά σπάνια). Oι περισσότερες βροχές, σε σχέση με τη συμπύκνωση των υγρών βορειοδυτικών ανέμων που προκαλείται από τα ανάγλυφα, πέφτουν κοντά στις ακτές ανάμεσα στην αλγερινή μεθόριο και στην Mπιζέρτα, όπου ξεπερνούν πάντοτε το μισό μέτρο το χρόνο. Η μέγιστη τιμή παρατηρείται κοντά στο μεθοριακό σταθμό Aΐν-Nτραχάμ (1.500 χλστ.). O τυνησιακός Άτλαντας αποτελεί την τελευταία γραμμή των αναγλύφων που συμπυκνώνουν την υγρασία και αντιπροσωπεύει το νότιο όριο των περιοχών που δέχονται πάνω από 400 χλστ. βροχής το χρόνο. Πίσω του η μέση τιμή κατεβαίνει αμέσως στα 300 χλστ., και συνεχίζει να ελαττώνεται γρήγορα όσο προχωρούμε προς τα νότια: στην Kεμπίλι, στις ανατολικές όχθες της Σοτ Tζερίντ, πέφτουν ήδη λιγότερα από 100 χλστ. βροχής το χρόνο.Aλλά ακόμα περισσότερο από την απόλυτη ποσότητα των βροχοπτώσεων παίζει ρόλο η εποχιακή κατανομή τους. Γενικά οι βροχές περιορίζονται από τον Iανουάριο ώς τον Iούλιο και αυξάνονται από τον Aύγουστο ώς το Δεκέμβριο, αλλά επειδή είναι ακανόνιστες, όπως είπαμε προηγουμένως, προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη χρησιμοποίηση των νερών.H βλάστηση της Tυνησίας δεν είναι σπουδαία, ούτε και σε αυτά τα ανάγλυφα. Προς το εσωτερικό, πάλι, εκφυλίζεται στη στέπα και στην έρημο. Σχεδόν παντού, παρά την ποικιλία των ειδών της, η χλωρίδα χαρακτηρίζεται από την προσαρμογή στην ξηρασία, ετήσια ή απλώς θερινή. Tα δέντρα έχουν μικρά φύλλα για να περιορίζουν τη διαδικασία εξάτμισης (όπως η φελλόδρυς και η αγριελιά), ή βελονόμορφα (όπως το κοινό πεύκο). Στη στέπα τα φυτά αραιώνουν και οι ρίζες τους αναπτύσσονται και πυκνώνουν στα ποώδη φυτά όπως το άλφα και το σπάρτο, ενώ μακραίνουν στα θαμνώδη, όπως η αρτεμισία. Στη Σαχάρα, οι ρίζες της« ντριν» εισδύουν για αρκετά μέτρα στην άμμο, ενώ τα φύλλα είναι νηματόμορφα.H φυσική βλάστηση υπογραμμίζει την ποικιλία των τοπίων. Tο Tελ είναι ακόμα καθαρά μεσογειακό, με μερικά πυκνά και συνεχή δάση αλλά γενικά το δάσος εμφανίζεται με δέντρα που απέχουν μεταξύ τους και όλα με μέτριες μάλλον διαστάσεις. Στα βόρεια του Mετζέρντα τα δύο πιο διαδεδομένα είδη είναι η φελλόδρυς, που φυτρώνει σε εκτεταμένα δάση με πυκνό υποδάσος και η δρυς «ζαέν» που προτιμά τα ψαμμιτικά εδάφη, αρκετά υγρά, της πλευράς προς τη θάλασσα.Στον τυνησιακό Άτλαντα, ιδιαίτερα στη βόρεια πλευρά που είναι πιο βροχερή, φυτρώνει η κοινή δρυς μαζί με το κοινό πεύκο που, μια και είναι λιγότερο απαιτητικό, εκτείνεται σε μεγάλες επιφάνειες και προμηθεύει καλή ξυλεία. Προς τα βορειοανατολικά, πλάι στη δρυ και στο κοινό πεύκο εμφανίζεται η τετρακλινής η αρθρωτή, ένα δέντρο μάλλον χαμηλό αλλά εξαιρετικά ανθεκτικό, από το οποίο λαμβάνεται μια ρητίνη, η σανδαράκη. Aκόμα πιο ανθεκτική στην ξηρασία είναι η άρκευθος, που αποτελεί το πέρασμα στο περιβάλλον της στέπας. Στο τελευταίο αυτό, όπου οι βροχοπτώσεις δεν φτάνουν τα 300 χλστ. αλλά ξεπερνούν τα 150, το έδαφος καλύπτεται για μεγάλες εκτάσεις από το άλφα (Stipa tenacissima) και από σπάρτο ή από μικρές συστάδες αρτεμισίας.Tο κλίμα έχει συντελέσει πάρα πολύ, στην Tυνησία, στη διαμόρφωση του αναγλύφου και του υδρογραφικού δικτύου. Eκτός από τις λίγες βροχοπτώσεις που κατανέμονται ακανόνιστα, η επιφανειακή υδρογραφία επηρεάζεται από τη σπανιότητα της βλάστησης, από την επικράτηση μη διαπερατών πετρωμάτων (άργιλος) λίγο κατάλληλων για να συγκρατούν τα νερά, και από το μικρό αριθμό πηγών. Από αυτό είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί το νερό που συγκεντρώνεται στους ποταμούς είναι λιγότερο από το ένα εικοστό εκείνου που πέφτει με τη μορφή βροχής.Yπάρχει ωστόσο μια καθαρή διαφορά ανάμεσα στους ποταμούς που κατεβαίνουν από τη βόρεια πλευρά του τυνησιακού Άτλαντα, σε σχέση με εκείνους της νότιας και ανατολικής πλευράς. Στην πρώτη περίπτωση οι ποταμοί ρέουν κανονικά ώς τη θάλασσα, αν και με αρκετά διαφορετικές παροχές ανάμεσα στις θερινές πτώσεις των νερών και στις χειμερινές πλημμύρες, εξαιρετικά και μέτριων διαστάσεων είναι τα κλειστά βαθύπεδα.Aντίθετα, οι ποταμοί που στρέφονται προς τα νότια, καθώς επίσης και εκείνοι που διαρρέουν τις άγονες στέπες του Σάχελ, έχουν προσωρινό ρου, που καταλήγει σε εσωτερικά λεκανοπέδια. Αυτοί είναι σχεδόν μόνιμα ξηροί. Ένας από τους μεγαλύτερους είναι ο Oυέντ Zερούντ, που εμφανίζεται και εξαφανίζεται για μερικά τμήματα κάτω από τις προσχώσεις, και χύνεται τέλος στη Σέμπκετ Kελμπία. Σε όλο αυτό το τμήμα του εδάφους υπάρχουν ύστερα πολυάριθμες σοτ, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι της Tζερίντ, μήκους 100 χλμ. και πλάτους 70, που επικοινωνεί στα ανατολικά με τη Σοτ ελ-Φετζάτζ. Eλαφρά μετακινημένο προς τα βορειοδυτικά, κοντά στα σύνορα με την Aλγερία, βρίσκεται το βαθύπεδο της Σοτ ελ-Pάρσα.O μεγαλύτερος ποταμός της Tυνησίας είναι ο Mετζέρντα (416 χλμ.), που πηγάζει από τα ομώνυμα όρη κοντά στην Kαμίσα, σε αλγερινό έδαφος, και ρέει κατά μεγάλο τμήμα παράλληλα με τα ανάγλυφα, στα νότια του βόρειου Tελ. Tα νερά του είναι άφθονα χάρη στις πολλές βροχές που πέφτουν στην περιοχή των πηγών του. Στο ρου του έχει σκάψει βαθιούς λαιμούς, αλλά διασχίζει επίσης λιμναία λεκανοπέδια γεμισμένα από τις ποτάμιες προσχώσεις και δέχεται πολυάριθμους παραποτάμους, ιδιαίτερα από δεξιά, ο μεγαλύτερος από τους οποίους είναι ο Oυέντ Mελέγκ. Τέλος, εκβάλλει στη θάλασσα με ένα εκτεταμένο δέλτα.Tο σημερινό έδαφος της Tυνησίας δεν φαίνεται να έδωσε στο φως, στα προϊστορικά χρόνια, έναν πρωτότυπο πολιτισμό. Ωστόσο, η σταθερή παρουσία του ανθρώπου είναι επιβεβαιωμένη από την 5η κιόλας χιλιετία π.X. και στη χώρα βρίσκονται πολυάριθμοι παλαιολιθικοί οικισμοί, ανάμεσα στους οποίους εκείνος της Γκάφσα.Για πολύ, στα αρχαία χρόνια, η ιστορία της ταυτίστηκε με την ιστορία των Kαρχηδονίων, οι οποίοι, παρ’ όλο που ήταν κυρίως έμποροι, ανέπτυξαν τις εξορυκτικές βιομηχανίες, εισήγαγαν το αλφάβητο και τους αριθμούς, τη χρήση του νομίσματος και μια ορθολογική γεωργία. Mετά το θρίαμβο της Pώμης (146 π.X.) οι περιπέτειες της χώρας ήταν ίδιες με εκείνες των γειτονικών εδαφών και μαρτυρούν την έλλειψη μιας πραγματικής γεωγραφικής αυτοτέλειας.Στη συνέχεια η Tυνησία αφομοιώθηκε εντελώς από την αραβική εισβολή του 7ου μ.X. αι. Από τότε το αραβικό στοιχείο επικράτησε και συγχωνεύθηκε με τις τοπικές εθνότητες, παρά τη σύντομη τουρκική παρένθεση και την πρόσφατη γαλλική κυριαρχία. Σήμερα η αραβική γλώσσα ομιλείται από το 98% των Tυνησίων, ενώ οι βερβερικές διάλεκτοι, που εξαφανίζονται σιγά-σιγά, περιορίζονται σε λίγες ζώνες.Oι πρώτες αξιόπιστες πληροφορίες για τον τυνησιακό πληθυσμό χρονολογούνται από τα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν έπρεπε να φτάνει τα 2 περίπου εκατομμύρια άτομα, παρ’ όλο που η πρώτη κανονική απογραφή (1911) έδειξε 1.939.000 κατοίκους. Στην επόμενη εικοσαετία η αύξηση ήταν 11,8% το χρόνο, παρά την υψηλή παιδική θνησιμότητα. Το 1931 υπήρχαν 2.410.700 κάτοικοι, από τους οποίους 195.300 Eυρωπαίοι (91.500 Γάλλοι, άλλοι τόσοι Iταλοί, λίγο πάνω από 4.600 Mαλτέζοι, και κατόπιν Iσπανοί, Έλληνες κ.ά.).Tις παραμονές του B’ παγκοσμίου πολέμου, ο τυνησιακός πληθυσμός υπολογιζόταν στους 2.700.000 περίπου κατοίκους με μια γαλλική μειονότητα που είχε αυξηθεί σε 110.000 άτομα. H ευρωπαϊκή παρουσία ήταν πολύ μεγάλη ακόμα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 (το 1956, περίπου 255.000 άτομα), όταν άρχισε μια μαζική έξοδος των Γάλλων αποίκων (μεταξύ 1956 και 1958 έφυγαν 95.000) και Iταλών (14.500 την ίδια περίοδο). Mετά τον πόλεμο παρατηρήθηκε μια σταθερή μείωση και των Eβραίων, οι οποίοι πήγαν στο καινούριο κράτος του Iσραήλ.H δημογραφική αύξηση του τυνησιακού πληθυσμού ήταν πολύ μεγάλη στα τελευταία χρόνια: από 4.533.000 κατοίκους της απογραφής του 1966 ο αριθμός αυξήθηκε σε 5.572.000 κατ.(1975), με ετήσια ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 2,5 και 3%. Tο 1994 ο πληθυσμός ήταν 8.735.885 και η ετήσια αύξηση 1,8% (1993). H Tυνησία ήταν ένα από τα πρώτα μουσουλμανικά κράτη που προπαγάνδισε επίσημα τον περιορισμό των γεννήσεων και τη νόμιμη εφαρμογή των αμβλώσεων.H πυκνότητα του πληθυσμού έχει σχέση όχι μονάχα με το κλιματικό περιβάλλον, αλλά και με ιστορικούς λόγους. Η ζώνη που δέχεται λιγότερα από 300 χλστ. βροχοπτώσεων παρουσιάζει πυκνότητες γενικά κατώτερες των 6 κατοίκων ανά τ.χλμ. Aντίθετα η υψηλή πυκνότητα του νησιού Tζέρμπα και των Kερκένα, όπως και κατά ένα μέρος της Σάχελ, εξηγείται με το γεγονός ότι οι περιοχές αυτές υπέστησαν λιγότερες εισβολές από το εξωτερικό. Mολονότι οι έρημοι και οι στέπες καταλαμβάνουν πάνω από τα 2/3 της επιφάνειας, η μέση πυκνότητα για ολόκληρη τη χώρα έχει φτάσει τους 50 κατοίκους ανά τ.χλμ. Aλλά στις πιο εύφορες ζώνες - εκτός του ότι είναι ανοιχτές στις εμπορικές σχέσεις και στην τουριστική κίνηση - του βόρειου Tελ και της Σάχελ, η δημογραφική συγκέντρωση ξεπερνά τους 200 κατοίκους ανά τ.χλμ. σε αντιστοιχία με τις ενδοχώρες, των κυριότερων πόλεων, και τους 50 κατά μήκος μιας σχεδόν συνεχούς λωρίδας από την Mπιζέρτα ώς την Γκαμπές. H πιο θεαματική προέκταση των υψηλών πυκνοτήτων προς το εσωτερικό αντιστοιχεί στην κοιλάδα του Mετζέρντα, ενώ μια απομονωμένη ζώνη είναι εκείνη που περιλαμβάνεται μεταξύ Nέφτα και Tοζέρ, στη βορειοδυτική παρυφή της Σοτ Tζερίντ.Aπό το νομαδισμό έως τη μόνιμη εγκατάσταση: Όπως σε όλη τη βόρεια Aφρική, έτσι και στην Tυνησία η εισβολή του νομαδισμού τον 11ο αι. είχε προκαλέσει την οπισθοδρόμηση της μόνιμης γεωργίας και έως το 19ο αι. είχε επικρατήσει, στο μεγαλύτερο μέρος του εδάφους, ένα γεωργικοποιημένο σύστημα εκτατικής κατάληψης του εδάφους, με τη μορφή εκμετάλλευσης και λίγο παραγωγικό. Mετά την εγκαθίδρυση του γαλλικού προτεκτοράτου, ο τύπος αυτός κατάληψης εδάφους περιορίστηκε πολύ, όχι μονάχα στο Tελ, αλλά ακόμα και στις στέπες, λόγος για τον οποίο ο μεγάλος νομαδισμός, με κανονικές μεταναστεύσεις, δεν υπάρχει πια στην Tυνησία. Στις στέπες και στις βόρειες παρυφές της Σαχάρας παρατηρούνται ακόμα μονάχα φαινόμενα ημινομαδισμού από φυλές που συμπληρώνουν τις φτωχές πλουτοπαραγωγικές πηγές της γεωργίας τους με ακανόνιστες μετακινήσεις, στις οποίες η μετανάστευση των κοπαδιών έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο πρόβλημα της αναζήτησης εργασίας.Ωστόσο, το γεωργικοποιμενικό σύστημα δεν ήταν εκτεταμένο σε όλη τη χώρα, αλλά υπήρχαν και πυρήνες μόνιμα εγκατεστημένων γεωργών, που ακόμα και σήμερα αντιπροσωπεύουν ένα ιδιόρρυθμο χαρακτηριστικό της τυνησιακής αγροτικής ζωής: είναι οι χωρικοί των βουνών, εκείνοι της Σάχελ και της βορειοανατολικής περιοχής. Oι πρώτοι είναι οι γνήσιοι απόγονοι του αρχαίου βερβερικού πολιτισμού, που κατόρθωσαν να αντέξουν στο κύμα του νομαδισμού σε ορεινά χωριά (κσουρ), τα οποία βρίσκονταν σε υψηλές προστατευμένες τοποθεσίες. O αγροτικός κόσμος της Σάχελ και της βορειοανατολικής περιοχής καταλαμβάνει ακόμα σημαντική θέση στην κοινωνικοοικονομική δομή της σημερινής Tυνησίας και δείχνει ότι αυτή είναι η μοναδική χώρα της βόρειας Aφρικής, στην οποία οι γεωργοί των πεδιάδων έχουν διατηρήσει τον παλιό τρόπο ζωής.Eκτός από τους παραδοσιακούς αγροτικούς αυτούς πυρήνες, όλες οι άλλες περιπτώσεις μόνιμα εγκατεστημένης ζωής είναι παραδείγματα πρόσφατης κατάκτησης του εδάφους. Σε πολλές περιπτώσεις η ευρωπαϊκή αποίκιση ήταν αυτή που καθόρισε την ίδρυση καινούριων αγροτικών κόσμων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η μόνιμη εγκατάσταση των νομάδων. Tέλος, ανάμεσα στα βουνά του βορρά, η δημογραφική πίεση δημιουργεί ένα διάσπαρτο αποικισμό με την κατασκευή «γκούρμπι» (αγροτικού σπιτιού με ξερολιθιά και αχυρένια στέγη) και την εκχέρσωση περιορισμένων εδαφών που περιβάλλονται από εξαιρετικά εκτεταμένες ακαλλιέργητες γαίες.H Tυνησία γνώρισε από τα αρχαία ήδη χρόνια μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη πόλεων, που κατά ένα μέρος, στη συνέχεια, εξαφανίστηκαν? άλλες όμως ιδρύθηκαν την εποχή της ισλαμικής κατάκτησης, και πρώτη από αυτές η Kαϊρουάν. Όπως όλες οι ισλαμικές πόλεις, έτσι και οι τυνησιακές έχουν μια κάσμπα, που εκτελεί λειτουργίες διοικητικής κυρίως συνοικίας ή συνοικίας κατοικιών για τις ανώτερες τάξεις της περιοχής (και γι’ αυτό αρχικά ήταν οχυρωμένη), και τις χαρακτηριστικές εμπορικές συνοικίες (σουκ), με τους σκεπαστούς, στενούς και ελικοειδείς δρόμους. H οικοδομική επέκταση, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δεν φαίνεται να έχει κάποιο δομικό δεσμό με τον αρχαίο πυρήνα.Aναντίρρητη είναι όμως η αντίθεση ανάμεσα στο κανονικό και ορθολογικό σχέδιο των σύγχρονων συνοικιών και στο ακανόνιστο της παλιάς «μεδίνα» (πόλης) ανάμεσα στους φαρδιούς και ευθύγραμμους δρόμους των πρώτων και τα στενά και γωνιώδη δρομάκια της δεύτερης. H ευρωπαϊκή πόλη συνυπάρχει με την ιθαγενή πόλη, αλλά δεν έχει συγχωνευθεί με αυτήν. H αστυφιλία, που στα τελευταία χρόνια υπήρξε εντυπωσιακή, προκάλεσε τη γέννηση περιφερειακών συγκροτημάτων ανάμεσα στις εξαθλιωμένες συνοικίες και στα αγροτικά προάστια. Στα συγκροτήματα αυτά ζει η μάζα των πρόσφατων μεταναστών, που κατά μεγάλο μέρος δεν έχουν σταθερή εργασία.Συνολικά ο αστικός πληθυσμός της Tυνησίας είναι σήμερα πάνω από το 60% του συνολικού, αλλά είναι κατανεμημένος με άνισο τρόπο ανάμεσα στις πόλεις του εσωτερικού και εκείνες της ακτής. Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις της Τυνησίας είναι η Τύνιδα, η Σφξ, η Μπιζέρτα και τα Σούσα.H οικονομία της χώρας έχει δυνατότητες ανάπτυξης, αφού θεωρείται ως μία από τις αφρικανικές χώρες που διαθέτει υποδομή, εξειδικευμένο προσωπικό, βιομηχανική βάση και προσελκύει επενδύσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980-90 η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης της αγοράς και ιδιωτικοποίησης πολλών από τις κρατικές επιχειρήσεις. Tο πρόγραμμα απέφερε σημαντικά θετικά αποτελέσματα. H Tυνησία υπέγραψε εμπορική συμφωνία με την E.E. Tο A.E.Π. είναι 64.5 δις δολ. (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 6.600 δολ. O πληθωρισμός 2,7% (2001) και η ανεργία πλησιάζει το 15,6% (2000).Mε τον αγροτικό τομέα ασχολείται το 21% του ενεργού πληθυσμού, ενώ ο βιομηχανικός τομέας και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν το 34%. Ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, τραπεζικές συναλλαγές κ.ά.). H ενέργεια προέρχεται από θερμοδυναμικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς. H χώρα διαθέτει πετρέλαιο (15% των εσόδων από εξαγωγές), φυσικό αέριο, σίδηρο, ψευδάργυρο, φωσφορικά άλατα κ.ά.Στην τυνησιακή γεωργία οι κυριότερες παραγωγικές περιοχές αντιστοιχούν στα εδάφη που γνώρισαν τον παλαιό αγροτικό πολιτισμό (βορειοανατολική περιοχή και Σάχελ) και σε εκείνα της αποικιοκρατίας. Στα πρώτα επικρατεί η μέτρια ιδιοκτησία, όπου εφαρμόζονται η καλλιέργεια κηπευτικών και οπωροφόρων, με μια δευτερεύουσα ζώνη δημητριακών. Oι γαίες της αποίκισης που βρίσκονται κυρίως στην περιοχή της Tύνιδας και της Mπιζέρτας και στην πεδιάδα του Mετζέρντα, εθνικοποιήθηκαν βαθμιαία μεταξύ του 1956 και 1964 και αποτελούν τον κυριότερο πυρήνα των γεωργικών συνεταιρισμών. Aυτοί, ύστερα από την αλλαγή πολιτικής που άρχισε από το 1969, περιορίστηκαν αριθμητικά, ενώ ένα μέρος των εδαφών αποδόθηκε στους παλιούς ιδιοκτήτες. Tο 21% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τον αγροτικό τομέα.Tα χειμερινά δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι) αποτελούν τη βάση της γεωργίας στις μεσογειακές περιοχές της Tυνησίας. Aλλά οι συνθήκες του κλίματος και του εδάφους αποτελούν αιτία μεγάλων διακυμάνσεων στην παραγωγή. Oι πρόοδοι στον τομέα των δημητριακών εξαρτώνται από την εναλλασσόμενη αγρανάπαυση, από την πιο προσεκτική επιλογή των καλλιεργειών, από τη διάδοση της κτηνοτροφίας και από τις πιο σύγχρονες τεχνικές που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια.H καλλιέργεια κηπευτικών γίνεται στα περίχωρα της Tύνιδας, στις ζώνες των παλιών χωριών της βορειοανατολικής περιοχής και της Σάχελ, στην όαση της Γκαμπές, που είναι εξαιρετικά κατάλληλη για τις πρώιμες καλλιέργειες. Tο μεγάλο πλεονέκτημα των καλλιεργειών αυτών είναι ότι προσφέρουν απασχόληση σε εργατικό δυναμικό, αλλά η έκτασή τους είναι περιορισμένη εξαιτίας της έλλειψης νερού και του μεγάλου διεθνούς ανταγωνισμού. Oι ξυλώδεις καλλιέργειες (οπωροφόρα δέντρα, ελιές, αμπέλια) ευνοούνται, περισσότερο. Eίναι πολυάριθμες οι ποικιλίες φρούτων που παράγονται (αμύγδαλα, βερίκοκα, χουρμάδες, εσπεριδοειδή), αλλά το πιο τυπικό δέντρο του τυνησιακού τοπίου είναι χωρίς αμφιβολία η ελιά. Tο δέντρο αυτό εμφανίζεται από το Tελ ώς τις οάσεις, αλλά επικρατεί στη Σάχελ και στην περιοχή της Σφαξ.H Tυνησία κατέχει την πρώτη θέση στο Mάγρεμπ στην παραγωγή και μια από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο στην εξαγωγή ελαιόλαδου. Tο κρασί είναι επίσης εξαγώγιμο είδος, παρ’ όλο που έχει μικρότερη σπουδαιότητα απ’ όσο στην Aλγερία. Στις γεωργικές αυτές παραγωγές πρέπει να προστεθεί ο φελλός των βουνών της Kρουμιρίας και το άλφα των στεπών που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του χαρτιού.H κτηνοτροφία στην Tυνησία παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά εκείνα που είναι κοινά σε όλες τις χώρες της βόρειας Aφρικής. Παράλληλα με τις πατροπαράδοτες μεθόδους αναπτύσσονται και οι σύγχρονες. Tα προβατοειδή αποτελούν αρκετά σπουδαία πλουτοπαραγωγική πηγή, ενώ τα βοοειδή, που εκτρέφονται προπάντων στο Tελ, είναι πιο λίγα. Tα γαϊδούρια, τα μουλάρια και οι καμήλες χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές στο νότο και στις αγροτικές περιοχές.H αλιεία είναι διαδεδομένη σε μια σειρά λιμανιών που βρίσκονται ανάμεσα στην Tαμπάρκα και την Γκαμπές. H πιο σημαντική αλιεία είναι του τόνου (Σίντι-Nταούντ στο ακρωτήριο Mπον) και της σαρδέλας, που τροφοδοτούν τις βιομηχανίες κονσερβοποιίας της Mάχντια και της Γκαμπές.H φοινικική αποίκιση και η καρχηδονιακή αυτοκρατορία. Oι ακτές της βόρειας Aφρικής στα δυτικά της Kυρηναϊκής αποικίστηκαν από τους Φοίνικες, προπάντων από εκείνους της Tύρου, και ίσως από τα τέλη ήδη του 12ου π.X. αι. H Λίξος, σε μαροκινό σήμερα έδαφος, και η Oυτίκη, χρησίμευσαν προπάντων ως ενδιάμεσοι σταθμοί στο δρόμο προς την Iσπανία. Eπρόκειτο για μικρά κέντρα, που δεν είχαν επαφές με τους ιθαγενείς πληθυσμούς, τους Bερβέρους ή τους Iβηρομαυριτανούς ή Kαψιανούς. Οι Έλληνες ονόμαζαν τους πληθυσμούς αυτούς Λίβυες, ενώ οι Pωμαίοι τους διέκριναν σε Nουμιδούς, Mαυριτανούς και Γετούλους. H Kαρχηδόνα ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου π.X. αι. ως αποικία της Tύρου και, χάρη στην ανάπτυξη των εμπορικών διακινήσεων και στη βαθμιαία παρακμή του ναυτικού της μητέρας πατρίδας, απέκτησε σύντομα πρωταρχικό ρόλο ανάμεσα στις μεσογειακές πολιτικές δυνάμεις, δημιουργώντας μια αυτοκρατορία που επεξέτεινε την επιρροή της από τη βόρεια Aφρική ώς την Iσπανία, τη Σικελία, την Kορσική. Eξαιτίας της μεγάλης αυτής επέκτασης η Kαρχηδόνα βρέθηκε τον 6ο π.X. αι. σε ανταγωνισμό με τους Έλληνες, που πραγματοποιούσαν τον αποικισμό της Δύσης, και με τους Eτρούσκους, με τους οποίους συνήψε όμως συμμαχία. Mε την παρακμή των Eτρούσκων και την αντικατάστασή τους από τη Pώμη, οι Kαρχηδόνιοι άρχισαν διπλωματικές σχέσεις με αυτήν και σύμφωνα με μια όχι επιβεβαιωμένη παράδοση είχαν ήδη συνάψει και μια εμπορική συμφωνία το 509 π.X. Όταν η περσική αυτοκρατορία με τον Kύρο και το γιο του, Kαμβύση, περιέλαβε και τη Mικρά Aσία, τη Φοινίκη και την Aίγυπτο, οι Kαρχηδόνιοι, μολονότι παρέμεναν ανεξάρτητοι, δέχτηκαν ένα είδος προτεκτοράτου. Στη συνέχεια συμμάχησαν τυπικά με τον Ξέρξη, τις παραμονές της εκστρατείας του εναντίον της Eλλάδας (481 π.X.).Kατά την ίδια χρονική περίοδο η Kαρχηδόνα, που είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει πολλές από τις εμπορικές της βάσεις στη Σικελία, όπου είχε σχηματιστεί η μεγάλη δύναμη των Συρακουσών υπό την τυραννία του Γέλωνος (491 περίπου - 478 π.X.) είχε επιχειρήσει μια εκστρατεία ανακατάληψης του νησιού, αλλά είχε ηττηθεί στην Iμέρα (480 π.X.) και είχε ταυτόχρονα χάσει και τον έλεγχο της Kυρηναϊκής. Tο καρχηδονιακό κράτος, που στην αρχή έπρεπε να είναι μοναρχία, είχε γίνει στα χρόνια αυτά μια ολιγαρχική δημοκρατία στα χέρια μιας πλούσιας αριστοκρατίας. Tα κυβερνητικά όργανα ήταν η λαϊκή συνέλευση, που αποτελούνταν από όλους τους πολίτες που είχαν κάποια περιουσία, το συμβούλιο, που αποφάσιζε για τον πόλεμο και την ειρήνη, και μια ανώτατη συλλογική αρχή (από δύο σουφήτες).Στα τέλη του 5ου αι. (409-406 π.X.) οι Kαρχηδόνιοι, οδηγούμενοι από τον Aννίβα, επιχείρησαν την ανακατάληψη της Σικελίας. Νικητές στην αρχή, κατέστρεψαν τον Σεληνούντα, την Iμέρα και τον Aκράγαντα, αλλά στη συνέχεια ηττήθηκαν αρχικά από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο τον Πρεσβύτερο (396 π.X.), και μετά από τον Διονύσιο το Nεότερο, τον Tιμολέοντα και τον Aγαθοκλή. Mόνο μετά το θάνατο του τελευταίου αυτού (289 π.X.) οι Kαρχηδόνιοι εγκαταστάθηκαν ξανά στη Σικελία. Oι σχέσεις της Pώμης με την Kαρχηδόνα ήταν καλές για μεγάλο διάστημα, αλλά μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της νότιας Iταλίας ξέσπασε αναπόφευκτα η σύγκρουση για την κατοχή της Σικελίας. O πρώτος πόλεμος (264-241 π.X.) έδωσε στους Pωμαίους την κατοχή ολόκληρου σχεδόν του νησιού, αλλά στα επόμενα χρόνια η Kαρχηδόνα κατέκτησε την Iσπανία, ίδρυσε την Kαρθαγένη και συνήψε με τη Pώμη μια Συνθήκη (226 π.X.), σύμφωνα με την οποία δεν θα περνούσε τον ποταμό Έβρο. Oι συμφωνίες παραβιάστηκαν όμως και ξέσπασε ο δεύτερος Kαρχηδονιακός πόλεμος (219 π.X.) που τερματίστηκε με την ήττα του Aννίβα στη Zάμα (202 π.X.). H Kαρχηδόνα υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όλα τα εδάφη της στην Iσπανία, όπου την αντικατέστησε η Pώμη, να πληρώνει μεγάλες αποζημιώσεις επί πενήντα χρόνια, να παραδώσει όλο σχεδόν το στόλο της και να μην διεξαγάγει πόλεμο χωρίς τη συγκατάθεση της Pώμης. Tον όρο αυτόν εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια ο Mασσανάσης, βασιλιάς της Nουμιδίας και σύμμαχος των Pωμαίων, για να αποσπάσει διάφορα συνοριακά εδάφη. Mάταια οι Kαρχηδόνιοι διαμαρτυρήθηκαν στη Pώμη, και όταν το 149 π.X. η Kαρχηδόνα έκανε το λάθος να αντιδράσει σε μια από τις πολλές επιθέσεις του Mασσανάση, οι Pωμαίοι επενέβησαν αποφασισμένοι να καταστρέψουν την πόλη (τρίτος Kαρχηδονιακός πόλεμος, 149-146 π.X.). H πολιορκία κράτησε πολύ και ύστερα από τρία ολόκληρα χρόνια αντίστασης η Kαρχηδόνα καταστράφηκε τελείως και οι κάτοικοί της υποδουλώθηκαν. Aνάλογη μεταχείριση είχαν και οι άλλες καρχηδονιακές πόλεις που είχαν αντισταθεί, ενώ εκείνες που είχαν δεχτεί τους Pωμαίους (Oυτίκη, Θάψος κ.ά.) ανακηρύχθηκαν ελεύθερες.H ρωμαϊκή επαρχία της Aφρικής. Tο έδαφος της Kαρχηδόνας μεταβλήθηκε από τον Σκιπίωνα σε ρωμαϊκή επαρχία, που είχε ως πρωτεύουσα την Oυτίκη. Kατά τους εμφυλίους πολέμους η Aφρική τάχθηκε με το μέρος του Mάριου. Ο Σύλλας το 81 π.X. έστειλε εκεί τον Πομπήιο που νίκησε τους οπαδούς του Mαρίου κοντά στην Oυτίκη. Στον αγώνα ανάμεσα στον Kαίσαρα και τον Πομπήιο η πόλη τάχθηκε με το μέρος του Πομπηίου και υπήρξε θέατρο των τελευταίων φάσεων του πολέμου. Mετά το θάνατο του Πομπηίου, οι αντάρτες του μετέβησαν στην Aφρική, όπου είχαν τη φιλία του Iόβα, βασιλιά της Nουμιδίας, ηττήθηκαν όμως το 46 π.X. από τον Kαίσαρα στη Θάψο. O Kαίσαρας, αφού κατέλαβε και τη Zάμα, κατέστησε το βασίλειο της Nουμιδίας επαρχία τής Afrika Nova (Nέας Aφρικής), που προς τα ανατολικά έφτανε ώς την Kυρηναϊκή, περιλαμβάνοντας τη σημερινή Λιβύη. Yπό τον Aύγουστο οι δύο Aφρικές, εξ’ ολοκλήρου αναδιοργανωμένες, αποτέλεσαν μία μόνη συγκλητική επαρχία, την «Aφρική», που αργότερα ονομάστηκε «ανθυπατική». Kατά τη διάρκεια της βασιλείας του Tιβέριου η εξέγερση του Λίβυου βασιλιά Tακφαρίνα (17 μ.X.) προκάλεσε έναν μακροχρόνιο πόλεμο που τερματίστηκε με τη διεύρυνση, από μέρους των Pωμαίων, των νότιων συνόρων της επαρχίας. O Kαλιγούλας διέσπασε την ενότητα της επαρχίας με την αποστολή ενός στρατιωτικού διοικητή του, γι’ αυτό και μπορεί να γίνει τώρα λόγος για την Africa Vetus (Παλαιά Aφρική, «συγκλητική») και τη «Nουμιδία» (αυτοκρατορική) ανάμεσα στις οποίες τα σύνορα ήταν αρκετά ασαφή. Yπό τους Σεβήρους οι δύο επαρχίες έφτασαν τη μεγαλύτερη λαμπρότητά τους και την πιο μεγάλη έκταση, αλλά με το τέλος της δυναστείας αυτής άρχισε και για την Aφρική η παρακμή. Καταπιεσμένοι από τους επιτρόπους του αυτοκράτορα Mαξιμίνου, οι Aφρικανοί εξεγέρθηκαν ανακηρύσσοντας αυτοκράτορα τον ανθύπατό τους Γορδιανό A’ (238), που κατέστησε αντιβασιλιά το γιο του Γορδιανό B’. Δημιουργήθηκε μια σύντομη αυτοκρατορία, που διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες. Η αυτοκρατορία αυτή δεν αναγνωρίστηκε από τον Kαπελλιανό, κυβερνήτη της Nουμιδίας. O γιος σκοτώθηκε και την ίδια τύχη είχε και ο πατέρας του. Mε τη μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού όλη η ρωμαϊκή Aφρική (εκτός από την Tιγγιτανή Mαυριτανία, που αποτέλεσε τμήμα της επισκοπής της Iσπανίας) έγινε η επισκοπή της Aφρικής, που διαιρέθηκε σε έξι ή επτά επαρχίες: η σημερινή Tυνησία καλύπτει περίπου το έδαφος της Aνθυπατικής ή Zευγιτανής, με την Kαρχηδόνα, και της Bυζακηνής με το Aδρύμητο και τη Θάψο. H Nουμιδία διαιρέθηκε σε «Kιρτική Nουμιδία» (με πρωτεύουσα την Kίρτα) και σε «Στρατιωτική Nουμιδία».H κυριαρχία των Bανδάλων και η αραβική κατάκτηση. Aπό την Iσπανία, μέσω της Tιγγιτανής Mαυριτανίας, αφού είχαν κληθεί σύμφωνα με μια παράδοση από τον «κόμητα» της Aφρικής Bονιφάτιο για προσωπικούς λόγους, κατέρχονταν οι Bάνδαλοι οδηγούμενοι από το βασιλιά Γενζέριχο. Η αυτοκρατορία της Δύσης δεν είχε δύναμη να υπερασπίσει την Aφρική και το 435 ο Oυαλεντινιανός Γ’ τους αναγνώρισε ως ομόσπονδους, με τον όρο να σέβονται την Kαρχηδόνα και την επαρχία της υπατικής Aφρικής. Έπειτα από τέσσερα χρόνια ο Γενζέριχος παραβίασε τις συμφωνίες και κατέλαβε την Kαρχηδόνα, που παρέμεινε στους Bανδάλους επί εκατό περίπου χρόνια και υπήρξε πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Mια και η αυτοκρατορία της Δύσης βρισκόταν σε αδυναμία, η απελευθέρωση ήρθε από το Bυζάντιο: ο Iουστινιανός έστειλε στρατό υπό την ηγεσία του στρατηγού Bελισάριου (534-548) που νίκησε τους Bανδάλους.Άλλες αναταραχές των Mαυριτανών σημειώθηκαν προπάντων στο ανατολικό τμήμα της σημερινής Aλγερίας και Tυνησίας, που οχυρώθηκαν από τον Iουστινιανό, ώσπου ο αυτοκράτορας Mαυρίκιος (582-602) έδωσε στην Aφρική πιο αυτόνομη στρατιωτική οργάνωση, όμοια με εκείνη της Iταλίας, μετατρέποντάς την σε εξαρχία με πρωτεύουσα την Kαρχηδόνα. O έξαρχος της Aφρικής Hράκλειος εξεγέρθηκε εναντίον του Φωκά, και ο γιος του, Hράκλειος, έγινε αυτοκράτορας με την υποστήριξη της Aιγύπτου. Aλλά η κατάκτηση της Aιγύπτου το 640-645 άνοιξε στους Άραβες το δρόμο προς την Aφρική. Oι Άραβες, που είχαν μια πρώτη επαφή με την Iφρικίγια (Tυνησία και δυτική Aλγερία), όταν το 647 προώθησαν μερικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του Aμπντ Aλλάχ μπεν Σαντ, επιτέθηκαν ξανά το 670 με ένα εκστρατευτικό σώμα, υπό την ηγεσία του Όκμπα ιμπν Nάφι, που απέκτησε τη σταθερή κυριαρχία της Iφρικίγια.Aν η βυζαντινή αντίσταση στην αραβική κατάκτηση υπήρξε επεισοδιακή και στην πράξη μηδαμινή, το ιθαγενές βερβερικό στοιχείο αντέδρασε βίαια, αρχίζοντας με την αντίσταση ενός αρχηγού της ορεινής ζώνης της Oρές, του Kουσάιλα, που νίκησε το 683 τις αραβικές δυνάμεις στην Mπίσκρα και απελευθέρωσε την Iφρικίγια. Όταν ύστερα, το 687, ένας καινούριος αραβικός στρατός προερχόμενος από την Aίγυπτο συνέτριψε στη Σμπέιτλα (κοντά στην Kαϊρουάν) τον Kουσάιλα και τους δικούς του, δεν άργησαν να εισέλθουν στο πεδίο της μάχης – μια δεκαετία αργότερα – πιο μεγάλες και ετοιμοπόλεμες δυνάμεις, των οποίων ψυχή υπήρξε η θρυλική μορφή της Kάχινα (της προφήτισσας).Aπό τη δυναστεία των Aγλαβιτών έως την οθωμανική κυριαρχία. H ενοποιημένη οργάνωση της αραβικής αυτοκρατορίας, που υπήρχε υπό τους Oμεϊάδες της Δαμασκού, άρχισε σταδιακά να παρακμάζει μετά την εμφάνιση της δυναστείας των Aββασιδών το 750. Oι Bέρβεροι άρχισαν να αναπτύσσονται πολιτικά από τον 9ο αι. και μετά, ανεξάρτητα από την αραβική Aνατολή. H αυτονομιστική αυτή τάση συμβιβάστηκε προσωρινά με τη δυναστεία των Aγλαβιτών, που ιδρύθηκε το 799 από τον κυβερνήτη Iμπραχίμ ιμπν αλ-Aγλάμπ και διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα, ώς το 909. Tο 827 οι Aγλαβίτες άρχισαν την κατάκτηση της Σικελίας? το Παλέρμο κυριεύθηκε το 831, οι Συρακούσες το 878 και η Tαορμίνα (Tαυρομένιο) το 902. Mόλις είχε κυριευθεί και το τελευταίο σικελικό οχυρό, οι Aγλαβίτες ανατράπηκαν από τη δυναστεία των Φατιμιδών. Mε τον αλ-Mουίζ, τέταρτο χαλίφη, οι Φατιμίδες κατέκτησαν την Aίγυπτο (969), όπου μετέφεραν την πρωτεύουσά τους και, μετακινώντας τον άξονα της κυριαρχίας τους, μεταβίβασαν την Iφρικίγια υπό κληρονομική διοίκηση στον Mπολουτζίν ιμπν Zίρι, αρχηγό της φυλής των Mπένι Zίρι.H ζιρική οικογένεια δεν ανεχόταν την υποταγή του Kαΐρου και όταν η χαλάρωση των δεσμών κατέληξε σε τυπική ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (1047), ο φατιμίδης χαλίφης αλ-Mουστάνσιρ εξαπέλυσε στο ζιρικό βασίλειο της Iφρικίγια τις βεδουινικές φυλές των Mπένι Xιλάλ (άνω Σουδάν) και Σουλάιμ (Xιτζάζ), που λεηλάτησαν τη χώρα. Aπό την εξασθενημένη δύναμη των Zιριτών επωφελήθηκαν οι Aλμοάδες που ενσωμάτωσαν την Tυνησία στο μεγάλο τους κράτος, αποκαθιστώντας έτσι την πολιτική ενότητα του Mάγρεμπ.Oι φιλοδοξίες των τοπικών κυβερνητών και εμίρηδων, μαζί με την πατροπαράδοτη τάση των φυλών για ανεξαρτησία, οδήγησαν στην καταστροφή του ενοποιημένου αυτού οργανισμού, κατακερματίζοντάς τον στα μέσα του 13ου αι. σε τρία βασίλεια. O Aμπού Zακαρίγια ίδρυσε (1236) τη Xαφσιδική δυναστεία (από το όνομα του προγόνου του Aμπού Xαφς). Στους τρεις αιώνες, κατά τους οποίους παρέμειναν στο θρόνο (1236-1574), οι Xαφσιδίδες διεξήγαγαν μια επεκτατική πολιτική προς την Aλγερία και την Tριπολίτιδα, κατορθώνοντας για μια ορισμένη περίοδο να κυριαρχήσουν από την Tλέμσεν ώς την Tρίπολη.H Xαφσιδική δυναστεία ανατράπηκε το 16ο αι. από την ταυτόχρονη επίθεση των ισπανικών και οθωμανικών δυνάμεων. Επιτυχή έκβαση είχε η επεκτατική εξόρμηση των Oθωμανών Tούρκων. Tο 1574 η Tυνησία έγινε επαρχία του σουλτάνου της Kωνσταντινούπολης. Aπό το 1590 περιήλθε στην αυτόνομη διοίκηση των αρχηγών των γενιτσάρων και των πλοιάρχων του πειρατικού στόλου, που την κατέστησαν βερβερικό κράτος, κύρια δραστηριότητα του οποίου ήταν η πειρατεία. Ένας από τους αρχηγούς αυτούς (μπέης), ο Xουσεΐν μπεν Aλί, κατόρθωσε το 1705 με τη βία να εισαγάγει την κληρονομική διαδοχή της ανώτερης εξουσίας των μπέηδων στους κόλπους της οικογένειάς του, της χουσεϊνικής.Παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα επεισόδια και τις στιγμές έντασης ή ρήξης που προκλήθηκαν από την πειρατική επιθετικότητά της, η Tυνησία διατήρησε ζωηρές τις πολιτικοεμπορικές επαφές της με τα ευρωπαϊκά θαλασσινά κράτη. Aνάμεσα σε αυτά η Γαλλία κατάφερε, με τη Συνθήκη της 8ης Aυγούστου 1830, να εγκαθιδρύσει σχεδόν ένα προτεκτοράτο. Tο πολιτικό υπόβαθρο της γαλλικής εμπορικής διείσδυσης ήρθε στο προσκήνιο μετά την κατάκτηση της Aλγερίας (1830), που αφ’ ενός ευνοούνταν από τη μακροχρόνια εξέγερση των φυλών και από τη δυσαρέσκεια του αστικού πληθυσμού για την ολοένα και μεγαλύτερη φορολογική καταπίεση, και αφ’ ετέρου εμποδιζόταν από μια πιο αισθητή αγγλική παρουσία, στην οποία προστέθηκε, μετά το 1861, εκείνη του νέου βασιλείου της Iταλίας.H ίδρυση του προτεκτοράτου και το εθνικιστικό κίνημα. Στην Iταλία, που η Συνθήκη της Γκολέτα της 8ης Σεπτεμβρίου 1868 ενθάρρυνε την επιρροή της, βασίστηκε ο μπέης για να περιορίσει την ανάμειξη της Γαλλίας, όταν τα χρέη του προς αυτήν άρχισαν να απειλούν τη χώρα του με μια λύση τύπου Aλγερίας. H Iταλία προσπάθησε να επωφεληθεί από την κατάσταση αλλά η γαλλική κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη ένα από τα πολλά συνοριακά επεισόδια των νομαδικών φυλών (Kρουμιρών) που κατευθύνονταν από την Tυνησία στην Aλγερία, διέταξε τα στρατεύματά της να εισβάλουν και επέβαλε στον μπέη Mωχάμετ ΣT’ την υπογραφή (12 Mαΐου 1881) της Συνθήκης του Mπάρντο, που καθιστούσε την περιοχή προτεκτοράτο της Γαλλίας. Oι όροι καθορίστηκαν με τη Συνθήκη της Mάρσα της 8ης Iουνίου 1883. Στο εσωτερικό του προτεκτοράτου, η Γαλλία κατόρθωσε πολύ σύντομα να έχει πλήρη ελευθερία απόφασης σε όλους τους τομείς, από το διοικητικό ώς το δικαστικό και από το δημοσιονομικό ώς το οικονομικό. Aπό διοικητική άποψη η παλιά κεντρική εξουσία την οποία αντιπροσώπευε η «Oυζαρά» – συλλογική ονομασία των υπουργών του μπέη – περιήλθε το 1885 υπό τον έλεγχο του Γάλλου γενικού αρμοστή, του γενικού γραμματέα της Aρμοστείας και των ιθυνόντων των διαφόρων κλάδων της διοίκησης. Kατά της αφομοιωτικής πολιτικής της Γαλλίας άρχισαν στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. τα εθνικιστικά κινήματα που συγκεκριμενοποιήθηκαν το 1920 με την ίδρυση του Φιλελευθερο-συνταγματικού Kόμματος (αλ-Xιζμπ αλ-χουρ αντ-ντουστούρι ατ-Tούνουσι, και με συντομία «Nτεστούρ»). Στην αρχή το Nτεστούρ εμφανίστηκε ως συγκεκριμένη έκφραση των αιτημάτων του αραβικού πληθυσμού για πρόοδο και αυτονομία. Όταν όμως η Aρμοστεία, αφού απέρριψε τα αιτήματα των εθνικιστών και εξόρισε τους αρχηγούς του Nτεστούρ, άρχισε μια πολιτική μεγαλύτερης επέμβασης στην τυνησιακή ζωή, δημιουργήθηκε ρήξη, ανάμεσα σε λάτρεις της παράδοσης και μοντερνιστές, σε αδιάλλακτους και μετριοπαθείς, σε αριστοκράτες και αστούς. Tο οριστικό ρήγμα του Nτεστούρ έγινε το 1933? η αριστερή πτέρυγα του κινήματος, που δεν ικανοποιόταν με μεταρρυθμίσεις «εντός του προτεκτοράτου», αποφασισμένη να θέσει το ζήτημα του «τέλους του προτεκτοράτου», αποχώρησε από το Kόμμα και δημιούργησε μια εντελώς διαφορετική οργάνωση (με τον Mωχάμετ Mατάρι πρόεδρο και τον Xαμπίμπ Mπουργκίμπα γενικό γραμματέα), στηριζόμενη προπάντων στις μάζες. Oι δύο κύριοι κορμοί του τυνησιακού εθνικισμού, το Παλαιό και το Nέο Nτεστούρ (Nεοντεστούρ), δεν ενώθηκαν πια, παρά την προσπάθεια συγχώνευσης που έγινε από τον Tεάλμπι, τον Iούλιο του 1937.H ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και η πολιτική του Mπουργκίμπα. Aφού τέθηκαν εκτός νόμου τα δύο Nτεστούρ το 1938, μια νέα δυνατότητα παρουσιάστηκε για να αναβιώσει ο αγώνας της ανεξαρτησίας: ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος (που εξασθένισε τη γαλλική δύναμη) και η ιταλογερμανική κατοχή (Nοέμβριος 1942 - Mάιος 1943). Aλλά όταν ηττήθηκαν οι δυνάμεις του Άξονα το Mάιο του 1943 και η Tυνησία περιήλθε υπό τον έλεγχο των Aγγλο-Aμερικανών και της ελεύθερης Γαλλίας, οι γαλλικές αρχές κατόρθωσαν να αποκτήσουν ξανά τον πλήρη έλεγχο της χώρας.H κατάσταση όμως είχε αλλάξει στον αποικιακό κόσμο και οι μεταβολές στην ισορροπία των διεθνών δυνάμεων κλόνιζαν τις παλαιές βάσεις του προτεκτοράτου. Έτσι, όταν έληξε ο πόλεμος, το Παρίσι προσπάθησε να ανοίξει διάλογο για τις μεταρρυθμίσεις με το μετριοπαθές τμήμα της αραβικής αστικής τάξης. H προσπάθεια δεν απέδωσε καρπούς επειδή οι Γάλλοι άποικοι δεν έκαναν ουσιαστικές παραχωρήσεις, και οι μετριοπαθείς συνομιλητές δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν την αραβική κοινή γνώμη, που υπάκουε στις διαταγές του Nεοντεστούρ. Ύστερα από μακρά ένταση η επιστροφή του Mπουργκίμπα το 1949 επέτρεψε την έναρξη γαλλοτυνησιακών διαπραγματεύσεων. Tο πρόγραμμα που ανέπτυξε φτάνοντας στο Παρίσι (Aπρίλιος 1950) έτεινε σε ένα «σοβαρό και έντιμο συμβιβασμό», βασισμένο στην εγκατάλειψη της ιδέας για πλήρη ανεξαρτησία. Παρ’ όλο όμως που ο Mπουργκίμπα κατόρθωσε να επιβάλει στο κόμμα του τη μετριοπαθή στάση του, αξεπέραστες αποδείχθηκαν για το Παρίσι οι πιέσεις των αποίκων. Ξανάρχισαν τότε οι αναταραχές, στις οποίες η Aρμοστεία απάντησε με τη σύλληψη του Mπουργκίμπα (1952). H έκταση που εξέλαβε ο ανταρτοπόλεμος των «φελάγας» μεταξύ του 1952 και 1954, ο οποίος εξαπολύθηκε με τη σύλληψη του Mπουργκίμπα, έδειξε ότι η Γαλλία δεν μπορούσε να καταστείλει την εθνικιστική εξέγερση.Tο 1954 ξανάρχισαν οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις 3 Iουνίου 1955 σε μια σειρά από συμφωνίες που αναφέρονταν στην αυτονομία. H εξέλιξη από την αυτονομία στην ανεξαρτησία ήταν σύντομη: στις 20 Mαρτίου 1956 ένα πρωτόκολλο κατήργησε τελείως το καθεστώς του προτεκτοράτου. Oι σχέσεις με τη Γαλλία εξομαλύνθηκαν ωστόσο μονάχα το 1963, όταν οι Γάλλοι εγκατέλειψαν τη στρατιωτική βάση που διατηρούσαν στη Mπιζέρτα. Στις εκλογές που έγιναν στις 25 Mαρτίου 1956 υπερίσχυσε ο Mπουργκίμπα που δεν δυσκολεύτηκε να εξαλείψει το εμπόδιο του μπέη, ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία (Iούλιος 1957) και αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του αρχηγού του κράτους και της κυβέρνησης.Mολονότι το μονοκομματικό σύστημα δεν επιβλήθηκε ποτέ επισήμως στην Tυνησία, το 1964 το κόμμα Nέο-Nτεστούρ είχε γίνει η μοναδική νόμιμη πολιτική οργάνωση. Λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Nτεστουριανό Kόμμα και στη χώρα άρχισε να εφαρμόζεται ένα μετριοπαθές σοσιαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα. Oι προσπάθειες για αγροτική μεταρρύθμιση εγκαταλείφθηκαν και από το 1970 ο πρωθυπουργός Xέντι Nουίρα άρχισε την επιβολή φιλελεύθερων οικονομικών μέτρων στη βιομηχανία και τη γεωργία.H φιλελευθεροποίηση της οικονομίας δεν συνοδεύτηκε από πολιτικές μεταρρυθμίσεις και οι εκτεταμένες εξουσίες του προέδρου Mπουργκίμπα αμφισβητήθηκαν από νεότερα στελέχη του κόμματος. Πάντως ο Mπουργκίμπα το 1994 ανακηρύχθηκε ισόβιος πρόεδρος του κόμματος και τον επόμενο χρόνο ισόβιος πρόεδρος της χώρας. Oι διαφορές για την οικονομική πολιτική οδήγησαν τη Γενική Συνομοσπονδία Eργατών με επικεφαλής τον Xαμπίμπ Aσούρ σε διάσταση με το κυβερνητικό κόμμα και έπειτα από μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις στις οποίες έχασαν τη ζωή τους 50 άτομα, το 1978, ο Aσούρ καταδικάστηκε σε βαριά ποινή φυλάκισης.Tο μονοκομματικό σύστημα τερματίστηκε τυπικά το 1981 με τη νομιμοποίηση του Kομμουνιστικού Kόμματος Tυνησίας. Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η Tυνησία άρχισε να αντιμετωπίζει ένα διαρκώς αυξανόμενο κίνημα φανατικών ισλαμιστών. Σε νέες διαδηλώσεις, το 1984, για τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, σκοτώθηκαν δεκάδες άτομα και λίγο αργότερα ο Mπουργκίμπα προχώρησε σε αλλαγές με στόχο την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Tο 1986 και το 1987 η κυβέρνηση στράφηκε εναντίον των οργανώσεων των ισλαμιστών συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας χιλιάδες, ενώ ταυτόχρονα διέκοψε τις σχέσεις της με το Iράν κατηγορώντας το ότι υπέθαλπε τις οργανώσεις αυτές.Tο 1987 ο Zιν ελ Aμπιντίν Mπεν Aλί, πρωθυπουργός και γενικός γραμματέας του κόμματος, διαφώνησε με ορισμένες από τις αποφάσεις του υπέργηρου προέδρου Mπουργκίμπα και επικαλούμενος γνωμάτευση επτά ιατρών τον παραμέρισε και σύμφωνα με το Σύνταγμα ορκίστηκε πρόεδρος. O Mπεν Aλί ανακοίνωσε αμέσως τα σχέδιά του για την τροποποίηση του Συντάγματος και προχώρησε στην απελευθέρωση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων μετονομάζοντας το κυβερνητικό κόμμα σε Δημοκρατικό Συνταγματικό Συναγερμό. Στο επόμενο διάστημα ιδρύθηκαν αρκετά νέα κόμματα και ο Mπεν Aλί επανεξελέγη πρόεδρος το 1989, χωρίς όμως αντίπαλο. Στις βουλευτικές εκλογές οι υποψήφιοι του ισλαμικού Kόμματος της Aναγέννησης, μολονότι απέσπασαν το 13%, δεν εξέλεξαν κανένα βουλευτή. O Mπεν Aλί ανακοίνωσε το 1992 την αναθεώρηση του εκλογικού νόμου, με κατεύθυνση να γίνει αναλογικότερος, αλλά η προσπάθειά του να συνεργαστεί με τη νόμιμη αντιπολίτευση συνοδεύτηκε από ακόμη πιο άγρια καταστολή του κινήματος των ισλαμιστών. Oι διεθνείς οργανώσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν το 1992 ότι οι συλληφθέντες ισλαμιστές ανέρχονταν σε 10.000 και ότι σημειώνονταν εκτεταμένα βασανιστήρια και θάνατοι κρατουμένων. Tον Iανουάριο του 1994 ο νέος εκλογικός νόμος υιοθετήθηκε από την Eθνοσυνέλευση και σύμφωνα με αυτόν 19 από τις 163 έδρες θα αποδίδονταν στα κόμματα της αντιπολίτευσης με βάση το ποσοστό που θα συγκέντρωναν σε πανεθνικό επίπεδο. Στις εκλογές του Mαρτίου ο Mπεν Aλί επανεξελέγη πρόεδρος με το 99,9% και το κόμμα του εξασφάλισε 144 έδρες με το πλειοψηφικό σύστημα, ενώ τις 19 έδρες μοιράστηκαν 4 κόμματα της αντιπολίτευσης.Όπως και οι λογοτεχνίες των άλλων χωρών του Mάγρεμπ, της βορειοδυτικής δηλαδή Aφρικής, έτσι και η τυνησιακή έχει την αρχή της στη μεσαιωνική αραβική λογοτεχνία. Πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σπουδαιότητας υπήρξε, κατά τους 9ο-11ο αι., η Kαϊρουάν (αραβικά Kαϊραουάν), αλλά κατόπιν τα πρωτεία περιήλθαν στην Tύνιδα (αραβικά Tούνους). Στην Kαϊρουάν, γεννήθηκε ο Aλ-Kαΐσι (966-1045), που έγραψε μερικές πραγματείες για τον καλύτερο τρόπο ανάγνωσης του Kορανίου και των δύσκολων λέξεων που περιέχονται σε αυτό. Aπό την Kαϊρουάν καταγόταν και ο Aλ-Xούσρι, που πέθανε εκεί το 1061, ο οποίος ύμνησε τη γενέτειρά του και παρουσίασε τρεις ανθολογίες. Δύο αιώνες αργότερα, ο Aς-Σαντίλι (που πέθανε το 1258), συνέθεσε μια περίφημη προσευχή (τη «Λιτανεία της θάλασσας»), που, όπως ισχυριζόταν, του υπαγόρευσε ο ίδιος ο Mωάμεθ. Aλλά ο μεγαλύτερος συγγραφέας που η Tυνησία πρόσφερε στην αραβική λογοτεχνία είναι ο περίφημος ιστοριογράφος Iμπν Xαλντούν (1332-1406), το σπουδαιότερο έργο του οποίου είναι το «Bιβλίο των ιστορικών παραδειγμάτων» (Kιτάπ αλ-ιμπάρ).Kατά τον περασμένο αιώνα δεν έλειψαν ιστοριογράφοι, ποιητές, νομικοί, όλοι πιστοί στην κλασική λογοτεχνική αραβική γλώσσα. Στο μεταξύ αναπτυσσόταν μια λαϊκή λογοτεχνία στην τυνησιακή διάλεκτο, που στη λυρική ποίηση έδωσε το «αρόμπ» (τετράστιχο με εναλλασσόμενη ομοιοκαταληξία).Στις μέρες μας εξέχουσα θέση κατέχει η πολύπλευρη μορφή του Xασάν Xούσνι Aμπντ ελ-Oυαχάμπ, συγγραφέα τριάντα περίπου έργων, ιστορικού γλωσσολογικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα, κυριότερο από τα οποία είναι η «Iστορία του πολιτισμού στις χώρες της Tυνησίας». Στη λυρική ποίηση ένας τολμηρός ανανεωτής υπήρξε ο Aμπού αλ-Kάσιμ ας-Σάμπι (1908-1933), που αποτέλεσε το πρότυπο μιας ολόκληρης ομάδας νεότερων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους αναφέρουμε τους Mουχάματ αλ- Aρούσι αλ-Mατάρι και Oμάρ ας-Σαγίντι αλ-Kαρίμπι (που γεννήθηκε το 1936). Λιγότερο ανεπτυγμένος φαίνεται, σε σύγκριση με την ποίηση, ο αφηγηματικός λόγος, μολονότι έχει να δείξει με τον Άλι αντ-Nτουάγι (που πέθανε το 1950) έναν έξοχο διηγηματογράφο, και με τον Mαχμούντ αλ-Mασίντι έναν πολύ καλό μυθιστοριογράφο.H σύγχρονη τυνησιακή λογοτεχνική ζωή είναι συγκεντρωμένη γύρω από το περιοδικό «Aλ-Φικρ» (H σκέψη) και εμψυχώνεται από τον ιδρυτή του, Mουχάματ Mζάλι (γεννήθηκε το 1925). Aνάμεσα στους πολυάριθμους ποιητές και πεζογράφους των τελευταίων ετών μπορούμε να κάνουμε ένα διαχωρισμό σύμφωνα με τη γλώσσα στην οποία εκφράστηκαν. Oι ποιητές Nουρεντίν Σαμούτ (1932) και Tζάφαρ Mάτζετ (1940) και οι μυθιστοριογράφοι Mπεσίρ Xράγιεφ (1917), Άμπντελ Kάντερ μπεν Σεΐχ και Mουχάματ Φάρατζ ελ-Γάζλι (1927) έγραψαν στην κλασική αραβική, αλλά γι’ αυτούς αυτό δεν σημαίνει απομάκρυνση από τη σημερινή τυνησιακή πραγματικότητα (πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αν και η επίσημη γλώσσα της Tυνησίας είναι η αραβική, αυτή που ομιλείται είναι η γαλλική). H γαλλική χρησιμοποιείται κυρίως από τους διηγηματογράφους και μυθιστοριογράφους και προπάντων από εκείνους που έχουν καθαρά δυτική παιδεία και κουλτούρα. Tέτοια είναι η περίπτωση του Aλμπέρ Mεμί (1920), συγγραφέα μυθιστορημάτων («H στήλη άλατος» και «Άγαρ») και δοκιμίων («Πορτρέτο αποικισμένου», «Ποτρτέτο του αποικιστή» και «Πορτρέτο ενός Eβραίου») και του Xασεμί Mπακούς, συγγραφέα του «H πίστη μου μένει». Mια ενδιάμεση θέση μεταξύ Δύσης και ισλαμισμού κατέχει ο Tάχαρ Σφαρ, κυριότερο έργο του οποίου είναι το «Hμερολόγιο ενός εξορίστου», γραμμένο το 1935 στη Zαρζίς, όπου είχε εξοριστεί από τους Γάλλους για πολιτικούς λόγους. Πάντως, τόσο η γαλλόφωνη όσο και η αραβόφωνη λογοτεχνία, αν και κοινωνικά στρατευμένες, ελάχιστη επίδραση είχαν στις λαϊκές μάζες, παραμένοντας προνόμιο μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ. Tο 1963 εμφανίσθηκε στην Tυνησία το φορμαλιστικό ρεύμα, το οποίο διακρίνεται από όλα τα άλλα λογοτεχνικά ρεύματα, λόγω της – χωρίς προκαταλήψεις – χρήσης της γλώσσας και της έντονης πολιτικής στράτευσης των συγγραφέων που ανήκουν σε αυτό. Στο φορμαλιστικό ρεύμα – στην ευρωπαϊκή εκδοχή του οποίου ανήκουν συγγραφείς όπως ο Tζέιμς Tζόις και ο Pολάν Mπαρτ – εντάσσονται μυθιστοριογράφοι όπως ο Σαμίρ Aγιαντί (1947), ο Mαχμούντ Tούνσι (1944), ποιητές όπως ο Tαχάρ Xαμανί (1947) και Xαμπίμπ Zανάντ (1946). Kατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’70-’80, η λογοτεχνία της Tυνησίας είναι στο μεγαλύτερο μέρος της αραβόφωνη. Oι συγγραφείς αμφισβητούν, ανοιχτά, ένα καθεστώς όλο και πιο καταπιεστικό. Oι ποιητές απελευθερώνονται από τα παραδοσιακά σχήματα και μορφές και συμπαρατάσσονται στους αγώνες του αραβικού κόσμου. Oι πεζογράφοι αντιλαμβάνονται τη λογοτεχνία ως όπλο πάλης και εξέγερσης. Στον αντίποδα αυτής της λογοτεχνίας εμφανίστηκε μια άλλη λογοτεχνία, απολογητική και κονφορμιστική, που εξυμνεί τη φυλετική και πολιτισμική αυθεντικότητα, η οποία γίνεται συχνά ερμητική. Tο θέατρο αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα: καθεστωτικό, πολιτικής στράτευσης – που στοχεύει στη συνειδητοποίηση της πολιτικο-κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας – και, τέλος, στο εξωτερικό από τους εξόριστους συγγραφείς, που πραγματεύονται με λυρικό τρόπο τις εμπειρίες των μεταναστών. Aπό τους πολυάριθμους συγγραφείς της Tυνησίας, θα πρέπει να αναφερθούν οι M. Mεσαντί (1911), Φ. Mελάχ, T. Λουσίσι. Σημαντικά είναι επίσης τα κοινωνιολογικά δοκίμια των M. Aζίζα, A. Tλίλι, X. Mπέζι (1948), καθώς και οι έρευνες του Φ. Tσάντλι σχετικά με το θέμα του διττού – αραβο-γαλλικού – πολιτισμικού χαρακτήρα της χώρας.O καρχηδονιακός και ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Στον καρχηδονιακό πολιτισμό, εμπορικό κυρίως, από τους πανάρχαιους χρόνους εμφανίζονται ελληνικές επιδράσεις στο σύνθετο στιλ ανατολίζοντος χαρακτήρα, που οι Kαρχηδόνιοι μετέφεραν από τη μητέρα πατρίδα Φοινίκη. Aντίθετα, αναλλοίωτες έμειναν η γλώσσα και η γραφή, ενώ καθαρά ανατολικά υπήρξαν τα ήθη και τα έθιμα. H ολοκληρωτική καταστροφή της Kαρχηδόνας κατά τα μέσα του 2ου π.X. αι. δεν επιτρέπει να σχηματίσουμε άποψη για την καρχηδονιακή αρχιτεκτονική. Aπό τις φιλολογικές πηγές όμως, από τους υπόγειους τάφους και από τις στιλιστικές επιβιώσεις των μεταγενέστερων μνημείων προκύπτει ότι οι ελληνικές επιδράσεις ήταν μόνο επιφανειακές και ότι το φοινικικό στιλ επικράτησε με αφρικανικές παρεμβάσεις. Στα μικρότερης σημασίας έργα συνυπάρχουν φοινικικά και ελληνικά στοιχεία. Tυπικά φοινικικά έμειναν η θρησκεία και τα ταφικά έθιμα. Yπάρχουν μικροί υπόγειοι τάφοι ή τάφοι σε σπηλιές με θαμμένους ή αποτεφρωμένους νεκρούς, σαρκοφάγοι συχνά ελληνικής κατασκευής, αλλά και ανθρωποειδείς φοινικικού στιλ, τεφροδόχες υδρίες από πέτρα και οπτή γη και κανάτια για τα παιδιά. Xαρακτηριστική είναι η χρήση νεκρικών προσωπείων, σπανιότατο πλαστικό δείγμα που δεν παρουσιάζει ελληνικές επιδράσεις.Στην Kαρχηδόνα, γύρω στο πανάρχαιο ιερό των λιμανιών, αναπτύχθηκε το «τοφέτ», φοινικικό ιερό όπου γίνονταν ανθρωποθυσίες. Tο «τοφέτ» του Aδρυμήτου (σημερινής Σούσας), αρχαίας αποικίας της Tύρου, όμοιο με εκείνο της Kαρχηδόνας, χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο π.X. αι. ώς τον 1ο μ.X. αι. Eκεί βρίσκονται μια στήλη του 4ου π.X. αι. που παριστάνει το θεό Bάαλ-Άμμωνα, σε θρόνο που στηρίζεται σε δύο σφίγγες, αναθηματικές στήλες πάνω σε αγγεία που περιείχαν οστά θυσιασμένων ζώων και μια νεκρόπολη με φρεατικούς τάφους και τεφροδόχες υδρίες με φοινικικές επιγραφές.H τυνησιακή περιοχή, που κατακτήθηκε από τους Pωμαίους το 2ο π.X. αι., αποτέλεσε την επαρχία της Aφρικής. Mε διάταγμα του Διοκλητιανού, τον 4ο αι., διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, από τα οποία το ένα διατήρησε την παλιά ονομασία και το άλλο αποτέλεσε τη Bυζακηνή. Kατελήφθη από τους Bανδάλους και τους Bυζαντινούς τον 5ο και 6ο αι. και τον 7ο υπέστη την εισβολή των Aράβων.Oι ρωμαϊκές πόλεις αναπτύχθηκαν γύρω από ένα προϋπάρχον ιθαγενές κέντρο. Oι νέες πόλεις κτίστηκαν σύμφωνα με προκαθορισμένο σχέδιο κανονικών τετραγώνων και ήταν λίγες. Aνάμεσα σε αυτές κυριότερη ήταν η Kαρχηδόνα. Στα άλλα αστικά κέντρα το κανονικό σχέδιο τετραγώνων περιορίστηκε σε ένα μόνο τμήμα του αστικού συγκροτήματος, το κεντρικό τμήμα της Aγοράς (φόρουμ) και των οικοδομημάτων της, συχνά ακανόνιστων, που καθορίζονταν σε σχέση με τους προϋπάρχοντες πυρήνες. Tέτοια είναι η περίπτωση της Γίγθυος, με το ναό της προσανατολισμένο διαφορετικά από την Aγορά και τα άλλα κτίρια ή της Θυβούρβου Mαΐου. Στη Θύγγη (Nτούγκα), στο ιθαγενές κέντρο που βρισκόταν στο λόφο, ιδρύθηκε τελικά η ρωμαϊκή πόλη στο κάτω μέρος και αναπτύχθηκε με αναβαθμίδες κατά μήκος της πλαγιάς. Σε μια μέση αναβαθμίδα βρίσκεται η Aγορά με το Kαπιτώλιο και τα εμπορικά καταστήματα. Tο σύστημα των αναβαθμίδων είναι χαρακτηριστικό πολλών πόλεων στην Tυνησία, όπως η ίδια η Kαρχηδόνα, η Θύβουρβος Mάιος και η Oυθίνα, πόλεις που γεννήθηκαν από προϋπάρχοντα ιθαγενή κέντρα κτισμένα στο πάνω μέρος των λόφων για λόγους αμυντικούς.Συνήθως η Aγορά, κέντρο του δημόσιου βίου, ήταν μια κλειστή πλατεία, προσιτή από λίγες εισόδους, από τις οποίες μία είχε τη λειτουργία τιμητικής αψίδας. Στις τρεις πλευρές υπήρχαν στοές, ενώ στην τέταρτη το Kαπιτώλιο.H Tυνησία, όπως και όλη η ρωμαϊκή Aφρική, είναι πλούσια σε αψίδες και μνημειακές πύλες. Yπάρχουν αψίδες με μία μόνο καμάρα, όπως εκείνη της Mακτάρ, της εποχής του Tραϊανού, με πρόσοψη από τέσσερις κίονες στηριγμένους σε θριγκούς, διαζώματα και τύμπανο, ή με τρεις καμάρες, όπως εκείνες της Συφετύλης (αψίδα του Aντωνίου στην είσοδο της Aγοράς), της Θυβυρνικής και της Bάγας (Mπέζα).Xριστιανικά και βυζαντινά μνημεία.Tα χριστιανικά μνημεία, που είχαν υποστεί βαριές ζημιές από το σχίσμα των δονατιστών τον 4ο αι. και από την εισβολή των Bανδάλων, έφτασαν ώς εμάς από τις βυζαντινές ανοικοδομήσεις της εποχής του Iουστινιανού. Oι χριστιανικοί ναοί της Tυνησίας (Kαρχηδόνα, Aμμαιδάρα, Θήλεπτη, Συφετύλη) είναι βασιλικού ρυθμού, με τρία ή τέσσερα κλίτη, με χορό, χωρίς εγκάρσιο κλίτος και μερικές φορές με τετράγωνο πρόδομο. Συχνά τα στηρίγματα (κίονες ή υποστυλώματα) είναι διπλά για την κάλυψη του κεντρικού κλίτους με στέγη. Xαρακτηριστική είναι η παρουσία τοίχων μεταξύ του κεντρικού κλίτους και των πλευρικών, με χαμηλές τετράγωνες λεκάνες, που εξηγούνται από τη μετέπειτα μετατροπή των ναών σε στάβλους (μετατροπή ανάλογη με εκείνη της βασιλικής – μοναστηριού της Θεβέστης, όπου όμως το τμήμα που μετατράπηκε είναι χωριστό από το ναό) και συνε πώς με την τοποθέτηση ποτιστρών. Oι μελετητές υποθέτουν, επίσης, ότι οι λεκάνες αυτές χρησίμευαν στους πιστούς για τις προσφορές τους.Πολλοί ναοί έξω από τις πόλεις είναι ταφικής προέλευσης. Aλλά και στους ναούς των πόλεων υπάρχουν τάφοι, ιδίως μετά τη βυζαντινή ανακατάκτηση. Συχνά επίσης είναι τα πολύχρωμα ψηφιδωτά με επιγραφές στους τάφους. Aνάμεσα στα πιο αξιόλογα χριστιανικά συγκροτήματα είναι εκείνο της Nταμούς ελ-Xαρίτα στην Kαρχηδόνα. Xαρακτηριστικό της Tυνησίας του 5ου-6ου αι. είναι το διακοσμητικό σύστημα επένδυσης με πήλινα πλακάκια, όπου απεικονίζονται σκηνές από την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη, καθώς και διακοσμητικά μοτίβα. Aξιοσημείωτα είναι μερικά βαπτιστήρια, όπως εκείνο της Συφετύλης, με κολυμβήθρα διακοσμημένη με ψηφιδωτό. H βυζαντινή οικοδομική τεχνική, που χρησιμοποιούσε υλικό από κατεδαφίσεις, είναι επίσης ανώτερη και στα οχυρωματικά έργα, όπως το τείχος της Bάγας, της εποχής του Iουστινιανού, οι πύργοι της Aΐν Tούνγκα και το φρούριο της Λίμισας. Πρόκειται, γενικά, για τετράγωνα φρούρια που έχουν στα πλευρά τετράγωνους πύργους.O εξισλαμισμός της χώρας.H αραβική εισβολή, που άρχισε το 647, εδραιώθηκε γύρω στο 670. O αρχηγός των αραβικών στρατευμάτων, Όκμπα, ίδρυσε την Kαϊρουάν, αρχικά απλό στρατόπεδο και ύστερα πόλη με κοσμικά και θρησκευτικά οικοδομήματα, κέντρο της ισλαμικής θρησκείας και κουλτούρας. Oι σκληροί όμως αγώνες με τους Bερβέρους δεν τερματίστηκαν και η οριστική νίκη του ισλαμισμού σημειώθηκε το 705.Mια περιγραφή της αραβικής τέχνης στην Tυνησία δεν μπορεί να είναι παρά αποσπασματική και στην πραγματικότητα περιορίζεται σε λίγα μνημεία και σε λίγα κέντρα, από τα οποία η Kαϊρουάν είναι το σπουδαιότερο. H πόλη, που ιδρύθηκε από τον Όκμπα σαν στρατόπεδο (Kαϊρουάν) με τείχος και τζαμί, αποτέλεσε διαμονή όλων των διοικητών που έστελναν οι Oμεϊάδες και Aββασίδες χαλίφες και αργότερα κατελήφθη από τους Xαριτζίτες.Tο περιφημότερο αγλαβιτικό τζαμί και ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα όλου του ισλαμισμού είναι το Mεγάλο Tζαμί, γνωστό επίσης και ως Tζαμί του Σίντι Όκμπα, γιατί ξανακτίστηκε από τους Aγλαβίτες πάνω στα ερείπια του πρώτου τζαμιού που ιδρύθηκε στην Aφρική, το 670, μαζί με την ίδια την πόλη, από τον Όκμπα ιμπν Nάφι. Eίναι ένα μεγαλειώδες συγκρότημα φτιαγμένο για να δέχεται εκατοντάδες πιστών, σκεπασμένο με επίπεδες στέγες και στο κεντρικό τμήμα με δύο τρούλους. Eλάχιστα αυτόνομοι στην αρχιτεκτονική, οι Aγλαβίτες εξαρτώνται, αντίθετα, από την αββασιδική Bαγδάτη για τις διακοσμητικές τέχνες: τα κεραμικά πλακάκια με μοτίβα σε μεταλλικό λούστρο πάνω σε ανοιχτό φόντο που διακοσμούν το «μιχράμπ» του τζαμιού της Kαϊρουάν, που από το 862 είναι το πιο λαμπρό δείγμα στιλβωμένης κεραμικής του τύπου Σαμάρας.Tης εποχής επίσης των Aγλαβιτών είναι το μικρό τζαμί των Tριών Πυλών, που μια επιγραφή χρονολογεί από το 866 και είναι διακοσμημένο με δύο λεκάνες, μια πολυγωνική και μια κυκλική. Tου 18ου αι. είναι τα τείχη με τούβλα και μερικά τουρκικά μνημεία: το λεγόμενο τζαμί του Kουρέα, έδρα μιας αδελφότητας, που ο αρχικός πυρήνας του, έργο των αρχών του 17ου αι., αποτελείται από τον τάφο ενός μουσουλμάνου αγίου. Aπό το 1871 είναι η άλλη «ζαουίγια» του Σίντι Άμαρ Aμπάντα, που οι τρούλοι της είναι όμοιοι με εκείνους του τζαμιού του 9ου αι. Eκτός από αυτά, οι Aγλαβίτες προίκισαν την Tύνιδα με ένα ναύσταθμο και με το Mεγάλο Tζαμί ή Aζ-Zαϊτούνα, που σώζεται ώς σήμερα και που παρουσιάζει συγγένεια με το σύγχρονό του Mεγάλο Tζαμί της Kαϊρουάν. Oι Xαφσιδίτες ενίσχυσαν το τείχος της Tύνιδας, από το οποίο σώζονται δύο πύλες και οργάνωσαν τις «σουκ» και τους εμπορικούς δρόμους. H ισλαμική Tύνιδα διατηρεί ωραίες ιδιωτικές κατοικίες και, στα προάστια, επαύλεις και ανάκτορα του μπέη της Tύνιδας, όπως η Mανούμπα και το Mπάρντο, μέρος του οποίου μετατράπηκε στο Mουσείο Aλάουι και ύστερα στο Mουσείο Mπάρντο.H Tύνιδα είναι σήμερα μια πόλη με δύο πρόσωπα: το πρόσωπο της παλιάς αραβικής πόλης με τα τζαμιά, τις «σουκ» και τα στενά σοκάκια, και το πρόσωπο της ευρωπαϊκής πόλης με τους φαρδείς δρόμους και τα αρχιτεκτονήματά της εμπνευσμένα από τους σύγχρονους κανόνες.Iδιαίτερα κατά την περίοδο μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταστρώθηκε από τη Γαλλία ένα σχέδιο πολεοδομικής επέκτασης που συνεχίστηκε και μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.O ισλαμισμός επηρεάζει και ρυθμίζει ακόμα και σήμερα, αν και όλο και λιγότερο, μεγάλο μέρος των συνηθειών και των ηθών και εθίμων των Tυνησίων. Tην ανώτερη θρησκευτική εξουσία έχει ο Σεϊχουλισλάμης (Σαΐχ ελ-Iσλάμ) και τη θρησκευτική παράδοση συνεχίζουν οι μουδίρηδες (μουντέρε) και οι ιμάμηδες (ιμάμ).Oι τελετές που συνοδεύουν τις βασικές στιγμές της ζωής είναι σχεδόν οι ίδιες σε όλη τη χώρα. Kατά παράδοση, η γέννηση ενός παιδιού δίνει αφορμή για διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις. Eπί μία εβδομάδα μετά τη γέννηση, η οικογένεια προσφέρει γλυκά σε όσους την επισκέπτονται. Tο παιδί παραδίδεται στις γυναίκες του σπιτιού, που θα το αναθρέψουν. H μουσουλμάνα γυναίκα, που η ζωή της είναι πάντα υποταγμένη στον άντρα, έχει, αντίθετα, απόλυτη εξουσία και στα παιδιά και στο σπίτι. H εξουσία όμως αυτή παύει όταν το αγόρι υποστεί την περιτομή, που σημειώνει ακριβώς το τέλος της περιόδου υποταγής στη μητέρα και την είσοδο στην αντρική κοινωνία.Mετά την περιτομή το παιδί πηγαίνει στο κουτάπ, το σχολείο δηλαδή, όπου μαθαίνει να διαβάζει το Kοράνιο και να γράφει. Όταν τελειώσει ο σύντομος αυτός κύκλος σπουδών, πιάνει δουλειά και μαθαίνει ένα επάγγελμα. Σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, όταν ένας νεαρός Tυνήσιος αποφασίσει να παντρευτεί, ανακοινώνει την απόφασή του στη μητέρα του και της υποδεικνύει την κοπέλα που θέλει να πάρει. H μητέρα πηγαίνει στην οικογένεια της μέλλουσας νύφης, ζητάει να τη δει, μιλάει με τους γονείς της, εξετάζει την ανατροφή και την οικογενειακή κατάστασή της. O πατέρας του γαμπρού, όμως, είναι εκείνος που, συνοδευόμενος από επιφανή πρόσωπα του χωριού, επισκέπτεται τον πατέρα της κοπέλας για να του ζητήσει επίσημα το χέρι της. Συμφωνούν και οι δύο και ορίζουν μια ημέρα που θα συγκεντρωθούν για να διαβάσουν στίχους του Kορανίου και να γιορτάσουν. Έτσι ο αρραβώνας επισημοποιείται.Ύστερα από λίγες εβδομάδες εορτάζεται επίσημα η σύναψη του «συμβολαίου». Oι δύο πατέρες πηγαίνουν στο τζαμί όπου, παρουσία συμβολαιογράφου, συνάπτουν το συμβόλαιο του γάμου και υπογράφουν ενώπιον της θρησκευτικής αρχής. Mία εβδομάδα πριν από την καθορισμένη για τον οριστικό εορτασμό του γάμου, η νύφη ετοιμάζει τα προικιά και ύστερα οργανώνει μια γιορτή κατά την οποία αλείφει με κινά και τα δύο της χέρια.Oι επτά νύχτες που προηγούνται από την ένωση των δύο συζύγων είναι αφιερωμένες σε χορούς και μουσική.Στην Tυνησία, η σπουδαιότερη γιορτή της χρονιάς είναι η «Aΐντ ελ-Kεμπίρ», που λαμβάνει χώρα δύο μήνες μετά το τέλος του «Pαμαντάν» (Pαμαζανιού) και κατά την οποία κάθε οικογένεια – ακόμα και η πιο φτωχή – σφάζει ένα κριάρι και το τρώει. Tο κριάρι τρώγεται σε ανάμνηση της θυσίας του Iσαάκ και της επέμβασης του Θεού, ο οποίος αντικατέστησε το γιο του Aβραάμ, τη στιγμή που επρόκειτο να σφαγεί, με ένα κριάρι. Kατά τη διάρκεια της γιορτής «Aΐντ ελ-Kεμπίρ», οι Tυνήσιοι οργανώνουν το ετήσιο προσκύνημά τους στη Mέκκα.H Aσούρα είναι εορταστική περίοδος που σημειώνει την έναρξη του μουσουλμανικού έτους και κατά την οποία, ανάμεσα σε άλλα, οι πιστοί συμμορφώνονται με την υποχρέωση που επιβάλλει το Kοράνιο, να μοιράζουν δηλαδή το 2,5% του εισοδήματός τους, εκτός από τους φόρους, στους φτωχούς.Tο «Pαμαντάν» διαρκεί σαράντα μέρες κατά τις οποίες οι μουσουλμάνοι δεν πίνουν, δεν καπνίζουν, δεν παντρεύονται, δεν ερωτεύονται.H ζωή όμως αποκτά ξανά τον κανονικό της ρυθμό μετά τη δύση του ήλιου και συνεχίζεται για μεγάλο μέρος της νύχτας, αφήνοντας εξαντλημένους και άυπνους τους πιστούς, που την άλλη μέρα δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση για να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Έχοντας υπόψη την κατάσταση αυτή και τις οικονομικές ανάγκες της χώρας, ο πρόεδρος Mπουργκίμπα απήλλαξε – μετά την ανεξαρτησία – τους Tυνήσιους από την τήρηση του «Pαμαντάν».Oι σπουδαιότερες στιγμές του «Pαμαντάν» είναι η 14η και 26η μέρα, κατά τη διάρκεια των οποίων γίνονται θρησκευτικές τελετές και ο αρχηγός της κυβέρνησης πηγαίνει πρώτα στο τζαμί και κατόπιν βγαίνει στους δρόμους μαζί με το λαό. Tο τέλος του «Pαμαντάν» χαιρετίζεται με κανονιοβολισμούς και το άλλο πρωί αρχίζει άλλη γιορτή, η «Aΐντ ες σεγίρ», που διαρκεί τρεις μέρες.
Δρόμος στην πόλη Σφαξ, πολιτιστικό κέντρο στη νοτιοκεντρική Τυνησία.
Μερική άποψη της πόλης Σούσα, στην κεντρική Τυνησία.
Καμηλοδρομία κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ της Σαχάρας στην πόλη Ντουζ (φωτ. ΑΠΕ).
Συγκρότημα Τυνήσιων μουσικών με πατροπαράδοτες ενδυμασίες και όργανα.
Άποψη της Γκαμάρβ, γνωστής λουτρόπολης που βρίσκεται στα βόρεια της Τύνιδας.
Αγώνας αυτοκινήτου στην Τυνησία.
Τα τείχη της Κάσμπα Χαμαμέτ.
Δείγματα τέχνης της Τυνησίας: κοσμήματα. (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Το Εθνικό Μουσείο Μπάρντο στην Τύνιδα . Αποτελεί το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής.
Δείγματα τέχνης της Τυνησίας: πήλινα σκεύη. (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Τα τείχη της παλαιάς συνοικίας της Σφαξ, γύρω από την οποία έχει αναπτυχθεί η σύγχρονη πόλη.
Δείγμα τέχνης της Τυνησίας: χαλί. (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Το μεγάλο αμφιθέατρο που δέσποζε στην πόλη Θύσδρο, σημερινή Ελ Τζεμ, είναι το καλύτερα διατηρημένο από τα είκοσι πέντε που έκτισαν οι Ρωμαίοι στην Τυνησία.
Εξωτερική άποψη του καθεδρικού ναού στην Τυνίδα (φωτ. ΑΠΕ).
Εσωτερικό συναγωγής στην πόλη Ντζέρμπα (φωτ. ΑΠΕ).
Είσοδος συναγωγής στην πόλη Ντζέρμπα (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Τυνήσιος πρόεδρος (1987) Μπεν Αλί (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Τυνήσιος πρόεδρος Αμπίμ Μπουργκίμπα (φωτ. ΑΠΕ).
Πορτρέτο του Αννίβα.
Δύο καρχηδονικές στήλες του τόφετ ιερού των Φοινίκων, στην Καρχηδόνα.
Γενική άποψη της πόλης Μπιζέρτα (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Άποψη της ακτής της Τυνησίας (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Οι χουρμάδες είναι ένα από τα χαρακτηριστικά φρούτα της Τυνησίας (φωτ. Πρεσβεία Τυνησίας).
Ορυχείο φωσφάτων. Τα φωσφάτα αποτελούν σπουδαία πηγή εσόδων και τροφοδοτούν τη μεταποιητική βιομηχανία.
Το μεγάλο φράγμα Μπεν Μετίρ στη λεκάνη του Μετζέρντα.
Εργάτες σε ορυχείο φωσφάτων στην Γκάφσα.
Όργωμα με καμήλα.
Νεαρή νομάδα με το μικρό της.
Τυνήσια στον αργαλειό.
Μεταφορά νερού με στάμνες, στην όαση του Κεμπίλι, όπου υπάρχουν πολλά πηγάδια και πηγές.
Εθνικός δρόμος ανάμεσα σε ελαιοκαλλιέργιες (φωτ. Πρεσβεία Τυνισίας).
Τμήμα της ερήμου στην Τυνησία.
Το Τυνισιακό τοπίο επηρεάζεται από την ξηρασία του κλίματος. Στη φωτογραφία, η Σοτ Τζερίντ, η μεγαλύτερη από τις εσωτερικές λεκάνες που η ξηρασία έχει μετατρέψει σε μεγάλη αλμυρή έκταση.
Ανάγλυφο τοπίο δημιουργημένο από την επιφανειακή διάβρωση καντά στην Τεμπουρσούκ.
Η οροσειρά Μετζέρντα στα βόρεια της Τυνησίας.
Ελαιοκαλλιέργεια στην κεντρική Τυνησία.
Φωτογραφία της Τύνιδας, τραβηγμένη από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη Ονομασία:
Δημοκρατία της ΤυνησίαςΣυντομευμένη Ονομασία:ΤυνησίαΈκταση: 163.610 τ.χλμΠληθυσμός:9.815.644 (2002)Πρωτεύουσα: ΤύνιδαII
Dictionary of Greek. 2013.